Μπορεί στις σύγχρονες κοινωνίες να μην πιστεύουμε σε δράκους και τέρατα όμως υπάρχουν πλήθος καταγραφών αφιερωμένων στα μυθικά αυτά πλάσματα. Μήπως τελικά δεν ήταν και τόσο μυθικά; Ή μήπως οι λέξεις αυτές δεν είχαν την έννοια που τους δίνουμε σήμερα;
Το 1937, ο Παντελής Μελανοφρύδης είχε γράψει σχετικό άρθρο στο μηνιαίο περιοδικό «Ποντιακά Φύλλα» υπογραμμίζοντας ότι η αλήθεια ήταν κάπου στη μέση.
Μάλιστα παρέθεσε και δύο περιστατικά που χρονολογούνταν περίπου 100 χρόνια νωρίτερα.
≈
Οι δράκοντες εν Πόντω
Η μεσαιωνική ιστορία είνε γεμάτη από δράκοντας των οποίων κλασσικήν παράστασιν παρέχει η εικών του Αγ. Γεωργίου φονεύοντος με το δόρυ του τεράστιον δράκοντα.
Και είς τον Πόντον επομένως δεν έλειψαν οι δράκοντες και η σχετική μυθολογία εν συνδυασμώ με την πραγματικότητα παρέσχεν έδαφος γόνιμον εις την λαϊκήν φαντασίαν.
Εν Πόντω πράγματι υπήρχον δράκοντες, όφεις δηλαδή μεγάλοι, οι οποίοι λόγω της αγριότητός των καθίσταντο μάστιξ των χωρίων, δικαιολογούντες πλήρως την μυθικήν επωνυμίαν των.
Ότι εν Μικρά Ασία έζων εν παλαιοτέροις χρόνοις υπερμεγέθεις όφεις δεν αμφισβητείται, καθόσον και μέχρι σήμερον ακόμη υπάρχουν εν Κύπρω όφεις πύθωνες. Εκ των εν Πόντω τοιούτων όφεων αναφέρω δύο σχετικά περιστατικά περί της αληθείας των οποίων πολλαί μαρτυρίαι υπάρχουν, καθόσον η ανάμνησίς των είνε ακόμα ζωηρά εις την μνήμην των κατοίκων των μερών εκείνων.
Έξω του χωρίου Αυλίανα, εις τας δειράδας του όρους Αγ. Παύλου (Άεν Παύλον) και εις κοιλότητας απορρώγων βράχων έζη όφις υπερμεγέθης, δράκων κατά την λαϊκήν φαντασίαν. Οι χωρικοί εφοβούντο να πλησιάσωσιν εις το λημέρι του τρομερού δράκοντος, του οποίου ο συριγμός τους επροξένει φρίκην. Μίας αιθρίαν και θερμήν θερινήν ημέραν, διηγούνται οι χωρικοί (προς εκατονταετίας περίπου), εξέσπασεν αιφνιδίως ισχυρά καταιγίς μετά βροχής κατακλυσμιαίας. Ρυάκια και ποταμοί επλημμύρησαν.
Από την χαράδραν, όπου το λημέρι του φοβερού δράκοντος, ορμητικά εξεχύθησαντα ωργισμένα νερά παρασύροντα τα πάντα μετά φοβερού πατάγου. Και εντός ολίγου ο φοβερός δράκων παρεσύρθη από την μανίαν των υδάτων. Οι χωρικοί τον έβλεπον μετά τρόμου να καταβάλλη κάθε προσπάθειαν διά να σωθή, ενώ ο απαίσιος συριγμός του αντήχει ως επιθανάτιος ρόγχος. Η ορμή του ρεύματος κατίσχυσε. Πότε επί του ενός βράχου τον έρριπταν με ορμήν τα νερά, πότε επί του άλλου, έως ότου κατεκόπη και παρεσύρθη μέχρι της θαλάσσης.
Πλησίον εις το λημέρι του επί υψηλού βράχου υπήρχεν εξωκκλήσιον του Αγ. Γεωργίου, εις την θαυματουργόν επέμβασιν του οποίου αποδίδουσι την εξαφάνισιν του θηρίου οι φιλόθρησκοι Αυλιανίται.
Παρόμοιον περιστατικόν διηγούνται οι κάτοικοι της Αδίσσης. Ολίγον κάτω του χωρίου, εις μικράν απόστασιν από της ενορίας Ποταμάντων, εις την στενήν κοιλάδα του ποταμού, κατάφυτον από πανύψηλα παρτία (καβάκια, αγρίας λεύκας, αιγείρους) μίαν θερμήν θερινήν ημέραν του 1870 μερικοί ξυλοκόποι-πριονισταί (χουζαρτζήδς) έκοπτον κορμούς από τα παρτία και τους επριόνιζαν.
Έξαφνα ένας φοβερός συριγμος αντήχησεν εις μικράν απόστασιν και όταν έστρεψαν τα βλέμματα προς το μέρος του απαίσιου ήχου έντρομοι διέκριναν ένα τεράστιον όφιν να κατέρχεται από τον λόφον και να χώνεται εις τα νερά του ποταμού. Εσταμάτησαν την εργασίαν των και παρηκολούθησαν τας κινήσεις του, έτοιμοι να τραπούν εις φυγήν. Ο όφις αφού εκόρεσε την δίψαν του, με την ιδίαν ταχύτητα, χωρίς να δώση προσοχήν εις τα πέριξ, εσύρθη εις την φωλέαν του. Από το βάρος του κορμού του εσχηματίσθηκε αύλαξ εις το χώμα, δεικνύουσα τον δρόμον που ηκολούθησεν.
Η ιδία σκηνή επανελαμβάνετο καθ’ εκάστην, χωρίς ο όφις να αλλάξη ποτέ τον δρόμον του, που είχε γίνει ήδη αρκετά βαθειά αύλαξ. Παρά τον φόβον που τους ενέπνεε το θηρίον οι πριονισταί απεφάσισαν να το εξοντώσουν. Και μίαν ημέραν ήναψαν από πρωίας μεγάλην πυράν από πελεκούδια και κλαδιά εις την αύλακα που εχρησιμοποίει ως δρόμον το θηρίον και έξω και πέριξ εις αρκετά μεγάλην έκτασιν. Τα ξύλα εκάησαν εντός ολίγου και εσχημάτισαν ένα πύρινον δρόμον χωρίς φλόγας και καπνόν.
Κατά την συνήθη ώραν του ο όφις κατήλθε την κλιτύν του λόφου με το σφύριγμά του προς τον ποταμόν. Αιφνιδίως ευρέθη μέσα εις την πύρινην ζώνην. Με φοβερούς σπασμούς και απεγνωσμένα πλήγματα της τεραστίας και ισχυράς ουράς του επροσπάθει να διώξη τον φοβερόν εχθρόν, ενώ οι συριγμοί του αντήχησαν μακαβρίως εις τα πέριξ. Αλλά αι προσπάθειαί του απέβησαν εις μάτην και μετά την φοβεράν και βασανιστικήν πάλην του εντός ολίγου εξηπλώθη ακίνητος, άψυχος πλέον, μέσα εις τον πύρινον δρόμον του.
Τρέχουν οι πριονισταί και ανασύρουν το ημίκαυστον σώμα του.
Το μήκος του, ως διηγούνται, έφθανε τα 5 μέτρα, το πάχος του ήτο ίσον με το πάχος ανδρικού βραχίονος, η κεφαλή του ίση με κεφαλήν προβάτου και το βάρος του 40-50 οκάδες.
Ανεσήκωσαν το πτώμα δύο ρωμαλέοι ξυλοκόποι και μεταφέραντες το εξέθεσαν εις κοινήν θέαν εις την ενορία Ποταμάντων. Έκτοτε δεν ηκούσθη τίποτα περί δρακόντων.
Παντελής Η. Μελανοφρύδης