1914-1918. Αυτή η περίοδος είναι, σύμφωνα με τους ιστορικούς, η πρώτη του οργανωμένου σχεδίου κατά των χριστιανών (Αρμενίων, Ελλήνων, Ασσυρίων) που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στα εδάφη που σήμερα καταλαμβάνει η Τουρκία. Έληξε με την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το διαμελισμό της και την περαιτέρω ισχυροποίηση των Νεότουρκων.
1919. Μια χρονιά συνταρακτικών γεγονότων για τον ελληνισμό της καθ’ ημάς Ανατολής. Η Μικρασιατική Εκστρατεία, γνωστή διεθνώς ως Ελληνοτουρκικός Πόλεμος, έχει ξεκινήσει. Το ίδιο και η δεύτερη φάση των διώξεων των μειονοτήτων. Σύμφωνα με τον Τούρκο ιστορικό Τανέρ Ακτσάμ, οι πρώτες δυνάμεις που επάνδρωσαν το κεμαλικό στρατόπεδο ήταν παλαιοί παρακρατικοί εθνικιστές που βαρύνονταν με τα εγκλήματα γενοκτονίας της πρώτης περιόδου και διώκονταν από τις επίσημες οθωμανικές Αρχές της Κωνσταντινούπολης.
Μια από τις πιο τραγικές σελίδες του πρώτου καλοκαιριού της Μικρασιατικής Εκστρατείας γράφτηκε στο Αϊδίνι(ο), σχεδόν ενάμιση μήνα μετά την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.
Από τις 14 Μαΐου 1919 η πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας της Μικράς Ασίας ήταν υπό τον ελληνικό έλεγχο. Την περίοδο εκείνη αριθμούσε 35.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 8.000 ήταν Έλληνες.
Όμως, η αιφνιδιαστική επίθεση που έγινε από τους τσέτες είχε σαν αποτέλεσμα την υποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων στις 17 Ιουνίου, με εντολή του συνταγματάρχη Σχοινά. Ο αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού πέρασε από στρατοδικείο για την απόφασή του να εγκαταλείψει το Αϊδίνι· καθαιρέθηκε και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Η σφαγή του ελληνικού πληθυσμού κράτησε δύο μέρες. Όταν οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις ανακατέλαβαν την πόλη βρέθηκαν μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα, καθώς οι δρόμοι ήταν γεμάτοι πτώματα κάθε ηλικίας. Ανάμεσα στους σφαγιασθέντες και 31 πρόσκοποι, μαζί με τον τοπικό έφορο Νίκο Αυγερίδη και τους αρχηγούς τους.
Η θυσία των προσκόπων
Αφότου ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη οι πρόσκοποι της Ιωνίας πρόσφεραν πολύτιμες υπηρεσίες ως αγγελιαφόροι, σύνδεσμοι, οδηγοί, διερμηνείς, γραφείς και τραυματιοφορείς.
Στο Αϊδίνι είχαν ιδρυθεί δύο προσκοπικές ομάδες, όχι μεγάλες, αλλά με απαράμιλλο ηρωισμό.
Όταν ο συνταγματάρχης Σχοινάς διέταξε υποχώρηση αφήνοντας την πόλη έρμαιο στη μανία των τσετών, οι μεγαλύτεροι των ομάδων πήραν τα όπλα και πολεμούσαν πλάι στους στρατιώτες που είχαν απομείνει. Oι μικρότεροι μετέφεραν πολεμοφόδια, φρόντιζαν τραυματίες και μετέδιδαν μηνύματα.
Όσοι πρόσκοποι δεν σκοτώθηκαν στις ένοπλες συγκρούσεις τελικά έπεσαν στα χέρια των τσετών· επικεφαλής τους ήταν ο Αντνάν Μεντερές, αργότερα πρωθυπουργός της Τουρκίας και ενορχηστρωτής του πογκρόμ κατά των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη το 1955.
Έπειτα από μια δραματική νύχτα στο μπουντρούμι του Διοικητηρίου, στις 18 Ιουνίου 1919 οι 31 πρόσκοποι οδηγήθηκαν ανατολικά της πόλης, στις όχθες του Εύδωνα, του παραπόταμου του Μαιάνδρου, που έγινε τόπος του μαρτυρίου τους.
«Του αρχηγού Νίκου Αυγερίδη του έβγαλαν τα μάτια και τον κατακρεούργησαν. Τον Φιλοκτήτη Αργυράκη τον έγδαραν. Τον 19χρονο Μίνωα Βεϊνόγλου τον αποκεφάλισαν με σκουριασμένο μαχαίρι. Τους υπόλοιπους τους λόγχισαν και τους κατακρεούργησαν. Πολλών τα κορμιά ρίχτηκαν στο ποτάμι. Παλούκωσαν πολλές από τις σορούς και τις ευνούχισαν». Τις περιγραφές τις έκαναν πρόκριτοι του Αϊδινίου που είχαν κρυφτεί στο Διοικητήριο.
Η έκθεση του Νίδερ
Ο αρχηγός του Στρατού Κατοχής Μικράς Ασίας, υποστράτηγος Κωνσταντίνος Νίδερ, βρέθηκε στο Αϊδίνι στις 23-24 Ιουνίου 1919. Στη γενική έκθεσή του κάνοντας έναν απολογισμό για εκείνες τις μαύρες ημέρες, γράφει:
• Περίπου 1.000 Έλληνες σφαγιάστηκαν.
• Σχεδόν 4.500 έμειναν «γυμνοί και άστεγοι» – οι περισσότεροι μεταφέρθηκαν στη Σμύρνη.
• Στη Σμύρνη βρέθηκαν και οι περίπου 800 που ακολούθησαν την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού.
• Περίπου 500 γυναικόπαιδα «μεταφέρθησαν υπό των ανταρτών διά του σιδηροδρόμου εις Ναζλή και Δενιζλή», κατόπιν σύστασης του στρατιωτικού αντιπροσώπου της Αγγλίας, ανθυποπλοίαρχου Hodder.
Στο ντοκουμέντο που εντόπισε το pontosnews.gr στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Πολιτικό Γραφείο Πρωθυπουργού) αναφέρει:
«Άμα τη αποχωρήσει εκ της πόλεως του Ελληνικού Στρατού την 17ην Ιουνίου, στίφη ανταρτών μετά τακτικού Τουρκικού Στρατού, υπό τον πρώην Μέραρχον Αϊδινίου Σεφκή Βέην, εισώρμησαν εις την πόλιν και επεδόθησαν, συμπράξει και του εντοπίου οθωμανικού πληθυσμού, εις λεηλασίας, ληστείας, ατιμώσεις, σφαγάς, πυρπολήσεις. Τον αποχωρούντα στρατόν μόνον περί τους 800 ακολούθησαν.
»Οι λοιποί Έλληνες ηκολούθησαν διαφόρους οδούς πιθανής σωτηρίας, άλλοι μεν τραπέντες εις τα όρη, άλλοι καταφυγόντες εις φιλικάς Τουρκικάς οικίας, άλλοι προστρέξαντες (το πλείστον) εις το μοναστήριον των Γαλλίδων Αδελφών του Ελέους, του οποίου την προστασίαν είχον αναλάβει τρεις Γάλλοι χωροφύλακες, και άλλοι τέλος παραμείναντες εις τας οικίας αυτών.
»Δυστυχώς η θηριώδης μανία των Τούρκων ανεκάλυψεν αυτούς πανταχού και εκορέσθη διά πλείστων θυμάτων. Εις τρεις μόνον χαράδρας ανευρέθησαν, άμα τη ανακαταλήψει, 87 πτώματα Ελλήνων καταφυγόντων εις τα όρη, βεβηλωμένα κατά τον απαισιώτερον τρόπον (άνδρες ηκρωτιηριασμένοι, γυναίκες βιασθείσαι, μητέρες με εσχισμένα τας κοιλίας έχουσαι τα βρέφη των εις τας αγκάλας, παιδία κρεουργημένα).
»Ομοία ήτο η τύχη των παραμεινάντων εις τα οικίας αυτών, ων οι πλείστοι εσφάγησαν υπό των εισορμησάντων προς διαρπαγήν βαρβάρων, οίτινες μετά την σφαγήν και λεηλασίαν δεν ελησμόνησαν και την αγριότητα του πυρός και έφευγον μόνον αφού έθετον εις ενέργειαν και το τελευταίον τούτο μέσον της καταστροφής, ης υπήρξε συνέπεια η ανεύρεσις πλείστον απηνθρακωμένων πτωμάτων, 8 δε τοιούτων μικρών παιδιών εις μίαν μόνον οικίαν.
» […] Προ των διαπραχθέντων κακουργημάτων ωχριά και η ωμή αγριότης των θηρίων. Τα θύματά των οι Τούρκοι εβασάνισαν απαισίως πριν η τα κατασφάξωσι. Απέκοπτον ώτα, ρίνας, απέσπον οδόντας, εξωρύγνυον οφθαλμούς, εβίαζον παρθένους, απέκοπτον τους μαστούς των και εις άπειρα άλλα μαρτύρια υπέβαλον προ του φόνου».
Η ελληνική και αρμενική συνοικία του Αϊδινίου αφού λεηλατήθηκαν παραδόθηκαν στις φλόγες· από την εβραϊκή και την οθωμανική κάηκε μόνο ένα μικρό τμήμα. Επίσης λεηλατήθηκαν όλα τα χριστιανικά καταστήματα, και αποτεφρώθηκε σχεδόν ολόκληρη αγορά· την ίδια τύχη είχαν και τα εργοστάσια, τα οποία στην πλειοψηφία τους ανήκαν σε Έλληνες.
Ο Κωνσταντίνος Νίδερ στην έκθεσή του περιέγραψε την τύχη των 4.000 κατοίκων είχαν αρχικά καταφύγει στο μοναστήρι των Αδελφών του Ελέους. Όταν η πυρκαγιά άρχισε να απειλεί τη μονή, μεταφέρθηκαν στην αρμενική εκκλησία. Όμως ούτε εκεί ήταν ασφαλείς.
Σύμφωνα με το ντοκουμέντο:
»Ίνα αποφύγωσι τον κίνδυνον απεχώρησαν διά του κήπου Τσακίρογλου προς το Διοικητήριον. Καθ’ οδόν όμως υπέστησαν επίθεσιν εκ μέρους των κατακλυσάντων την πόλιν Ζεϊμπέκων, γενικών όλοι εληστεύθησαν, αρκετοί δε εσφάγησαν. Φθάσαντες εκεί ενεκλείσθησαν εις το κτίριον του Διοικητηρίου και των Φυλακών, αφεθέντες επί 36 ώρας άνευ άρτου και ύδατος. Τέλος εδέησε να τοις χορηγηθή άρτος 50 δραμίων κατ’ άτομον.
»Εκεί εγκεκλεισμένοι εδέχοντο περιοδικώς ανά δίωρον περίπου την επίσκεψιν ομίλων επιδρομέων οίτινες απείγον εκείθεν καθ’ ομάδας άνδρας κατά προτίμησιν προκρίτους έχοντας καταλόγους ένθα τους κατέσφαζον ή τους εφόνευον διά πυροβόλων όπλων. Εκ των πυροβολισμών τούτων ηννόουν οι εν των Διοικητηρίω φρίσσοντες, την τύχην των απαχθέντων».
Μόλις έγινε γνωστή η προέλαση του Ελληνικού Στρατού για την ανακατάληψη της πόλης, λεηλάτησαν τις αποθήκες με τα πολεμοφόδια και εξόπλισαν όλους των Οθωμανούς κατοίκους άνω των 14 ετών, ενώ μην μπορώντας να αρπάξουν τα αποθέματα του ελαιόλαδου, αποφάσισαν να ανοίξουν τις κάνουλες.
«Ως επιστέγασμα των κακουργημάτων εξεβίασαν την προηγούμενην της εκδιώξεώς των τους εναπομείναντας ομογενείς να υπογράψωσιν ευχαριστήριον έγγραφον, διά του οποίου οικειοθελώς δήθεν εξεφράζοντο δυσμενώς δια τον Ελληνικόν Στρατόν και ενθουσιωδώς δι’ αυτούς, οίτινες ημίσειαν ώραν μετά την υπογραφήν του εγγράφου δεν εδίστασαν να σφάξωσι ουχί ολίγους εκ των υπογραψάντων αυτό» σύμφωνα με τον αρχηγό του Στρατού Κατοχής Μικράς Ασίας.
Γεωργία Βορύλλα