Εσύ, διωγμένη, λαβωμένη, που κουβάλησες μέσα σ’ ένα μικρό πεσκίρι όλο το βιός σου από την Ιωνία,
δυο κάρβουνα απ’ την πρώτη Εστία, ένα χωμάτινο ζωγραφιστό λαγήνι,
μια φέτα φεγγαράκι, πέντε σπόρους λουλουδιών, δυο πατρογονικά τζοβαΐρια,
και φύτεψες της προσφυγιάς τούς σπόρους κι ανθοβόλησες ψηλά περβόλια,
κι άστραψε νοικοκυροσύνη, προκοπή και πάστρα το στενό καλύβι.
Από το ποίημα «Κοκκινιά» του Γιάννη Ρίτσου (Αθήνα, 1982)
Νέα Κοκκινιά, ή απλά Κοκκινιά. Η προσφυγική συνοικία του Πειραιά που μετονομάστηκε σε Νίκαια, διότι η ιωνική αυτή πόλη «παρηγκωνίσθη και ελησμονήθη τελείως, ουδέ μικρού προσφυγικού καταυλισμού αξιωθέντος να λάβη το όνομα αυτής» όπως ανέφερε στην πρόταση μετονομασίας ο μετέπειτα δήμαρχος, βουλευτής και υπουργός Ιωάννης Μελάς, ο οποίος καταγόνταν από τη Βιθυνία.
Νέα Κοκκινιά, ή απλά Κοκκινιά. Το μέρος που ενδεχομένως να πήρε το όνομά του από τις παπαρούνες που άφθονες κοκκίνιζαν την απέραντη έκταση, έγινε νέα πατρίδα για τους ξεριζωμένους της Μικρασιατικής Καταστροφής – κυρίως από τη Σμύρνη.
Τρίτη πόλη της Αττικής το 1938
Ο συνοικισμός θεμελιώθηκε στις 18 Ιουνίου του 1923 και κατοικήθηκε το 1924. Η πρωτοβουλία ανήκε στον α’ αντιπρόεδρο του Ταμείου Περιθάλψεως Προσφύγων Επαμεινώνδα Χαριλάου και την επίβλεψη ανέλαβε ο μηχανικός Διονύσης Κόκκινος, ο οποίος ήταν προϊστάμενος Τεχνικών Έργων της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων. Κατά μία εκδοχή, που όμως δεν επιβεβαιώνεται καθώς υπήρχε και Παλαιά Κοκκινιά, η προσφυγούπολη οφείλει σε αυτόν το όνομά της.
Οι 6.390 οικογένειες εγκαταστάθηκαν σε 4.484 παραπήγματα, ενώ μέχρι το 1925 είχαν χτισθεί 10.000 δωμάτια για 45.000 οικογένειες. Για την οικοδόμησή τους εργάστηκαν 4.000 πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων 900 γυναίκες.
Παράλληλα, σχεδιάστηκαν οι δρόμοι που έλαβαν τις ονομασίες τους απ’ τις πόλεις της Ανατολής με αλφαβητική σειρά, μετά από πρόταση του Σμυρναίου αρχαιολόγου Στίλπωνα Πιττακή (π.χ. οδοί Αγκύρας, Αϊδινίου, Αδάνων, Ατταλείας, Βοσπόρου, Γρανικού, Επταλόφου, Εφέσου, Ικονίου, Κορδελιού, Μ. Ασίας, Μουδανιών, Σμύρνης, κ.ά.).
Ο Μιχαήλ Γ. Ροδάς σε άρθρο του (Εικονογραφημένη Ελλάς, τ. 7, Ιούλιος 1925) γράφει: «Κατά τας εσπερινάς ώρας η κίνησις εις την Κοκκινιά ενθυμίζει τους συνοικισμούς της μαρτυρικής Σμύρνης. Νέοι και νέες ανεβοκατεβαίνουν εις τους ευρύχωρους δρόμους, εις τας μεγάλας πλατείας της, τραγούδια της Ανατολής ακούονται… Το μέλλον της προσφυγικής Κοκκινιάς προβλέπεται ευρύτατον».
Παρά το λυρισμό του αρθρογράφου, όπως και οι άλλοι παρόμοιοι συνοικισμοί, έτσι και η Κοκκινιά χτίστηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς βασικά έργα υποδομής και υγιεινής.
Δημοσίευμα της εφημερίδας Χρόνος ανέφερε το 1938 ότι ήταν η τρίτη πόλη της Αττικής, μετά την Αθήνα και τον Πειραιά. Η ίδια εφημερίδα στις 25 Φεβρουαρίου 1939 έγραφε ότι ο πληθυσμός ήταν 75.000 κάτοικοι – 1940 άγγιζε τις 80.000.¹
Δύο μαρτυρίες
Στην περιοδική έκθεση «Από τη Μεγάλη… στη Σύγχρονη Ελλάδα» του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου (16 Δεκεμβρίου 2023 – 30 Ιουνίου 2025) περιλαμβάνονται δύο μαρτυρίες για την Κοκκινιά.
Η πρώτη είναι της Μαριάνθης Καραμουσά² για το πώς εγκαταστάθηκαν στο συνοικισμό:
«Την άλλη μέρα του Φωτός, Ιανουάριο του 1923, πρωτοβγήκαμε στην Ελλάδα. […] Τρέξαμε, πήγαμε στα Υπουργεία και τότε μας πήρανε και μας βάλανε στο εργοστάσιο του Στρίγκου, σε κάτι αποθήκες μέσα στον Πειραιά. Εκεί ήταν και άλλοι πρόσφυγες, από της Σμύρνη τα μέρη όλοι. Έξι μήνες μείναμε εκεί. Κακήν κακώς, μην τα ρωτάς, πώς ζούσαμε.
»Έφτασε ο δεύτερος χρόνος της προσφυγιάς. Ήμαστε στα 1924 και ακούσαμε πως γίνονται συνοικισμοί, για να κάτσουμε εμείς οι πρόσφυγες στον Ποδονίφτη, τους Ποδαράδες, στην Κοκκινιά. Τότε ξέρεις πώς πιάνανε τα σπίτια στους συνοικισμούς; Πήγαινες εκεί κρεμούσες ένα τσουβαλάκι ή ό,τι είχες σ’ ένα δωμάτιο και το σπίτι ήτανε δικό σου.
»Ατέλειωτα ήτανε ακόμη· κεραμίδια δεν είχανε, πόρτες δεν είχανε, παράθυρα δεν είχανε. Και μερικά που είχανε πόρτες και παράθυρα πηγαίνανε άλλοι τη νύχτα και τις βγάζανε και ανάβανε φωτιές να ζεσταθούνε, να μαγειρέψουνε.
»Δύο χρόνια ύστερα που φτάσαμε εμείς στην Ελλάδα ήρθε και μας βρήκε στην Κοκκινιά και ο άντρας μου. Αυτός ήρθε από τους τελευταίους αιχμαλώτους γιατί, επειδή ήτανε τεχνίτης τον κρατούσανε και τους δούλευε. Δουλέψαμε, κουραστήκαμε και κάναμε και σπίτι κι αναστήσαμε τα παιδιά μας και δουλέψανε κι εκείνα· και εδώ θα τελειώσουμε τη ζωή μας. Τα βάσανά μας ποτέ δεν θα φύγουνε από μέσα μας».
Η δεύτερη μαρτυρία περιγράφει πώς δημιουργήθηκε ο συνοικισμός:³
«Κοκκινιά! Μίαν κεντρική αρτηρία προσφυγικής ζωής: ένα κύμα εργατικότητος, φιλοτιμίας και ευγενούς αμίλλης. Θαύμα καλαισθησίας, ρυμοτομίας και καθαριότητος. Ιδού ο συνοικισμός-κολοσσός. Μεγαθήριον υπομονής, δαπανών τεχνικής επιβλέψεως.
»[…] Η Τεχνική επίβλεψις του συνοικισμού […] ανετέθη εις τον διακεκριμένο μηχανικόν κ. Διονύσιον Κόκκινον, όστις διηύθυνε με πανθομολογούμενην στοργήν και εξαιρετική επιμέλειαν όλην την κολοσσιαίαν και πολυσχιδή εργασίαν, η οποία εξετελέσθη με γοργότητα αυτόχρημα καταπληκτικήν.
»Ο κ. Κόκκινος ήτο και είνε η ψυχή του συνοικισμού˙ συνυφασμένος με τους μόχθους της ανοικοδομήσεως και με όλα τα βάσανα των πλέον ταλαιπωρημένων προσφυγικών υπάρξεων, αι οποίαι ευρήκαν καταφύγιον, στέγην και προστασίαν εις το γελαστόν περιβάλλον του ευδαίμονος συνοικισμού του.
»[…] Και ως Προϊστάμενος των Τεχνικών Έργων της Επιτροπής Αποκαταστάσεως συνετέλεσεν αόκνως, ακαταπονήτως, δραστηρίως, δια την πρόοδον του συνοικισμού, δια την ευόδωσιν του μεγάλου έργου, δια την ευπρέπειαν, τον ρυθμόν, τον καλλωπισμόν, την περιποίησιν, τον εκπολιτισμόν, τέλος, του πολυανθρώπου αυτού κολοσσού, με την αχανή έκτασιν – ο οποίος εξακολουθεί ακόμη να ογκούται».
Γεωργία Βορύλλα