Ίσως να μην υπάρχει πιο ταιριαστός χαρακτηρισμός από αυτόν της ύαινας,που του έχει αποδοθεί· διψούσε για αίμα, τρεφόταν από αυτό, και όπως το αντίστοιχο ζώο, ήταν μνησίκακος και μπορούσε να… φάει μέχρι και τα κόκαλα. Ο Τοπάλ Οσμάν, που σε μια νύχτα έγινε δήμαρχος Κερασούντας και κατέληξε κρεμασμένος με διαταγή του Μουσταφά Κεμάλ ως αποδιοπομπαίος τράγος, είχε υπογράψει πολλές θανατικές καταδίκες, είτε προσωπικά είτε μέσω των συμμοριών που διηύθυνε.
Συγκλονισμένοι από τις αγριότητες κατά τη Γενοκτονία των Ποντίων ήταν ακόμα και οι ίδιοι οι άνδρες του Τοπάλ Οσμάν.
Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή ενός μέλους της πολιτοφυλακής του, ονόματι Γκέντσαγα (τουρκικά: Gençağa), ο οποίος χρόνια αργότερα αφηγήθηκε:*
«Όταν έφθασα στο ρυάκι είδα μια λάμψη στον ουρανό. Θόρυβοι, φωνές, κραυγές, ουρλιαχτά έρχονταν στα αυτιά μου. Για να καταλάβω τι συνέβαινε πέρασα το ρυάκι απέναντι και άρχισα να σκαρφαλώνω προς τα πάνω. Όταν έφτασα στις πλαγιές του χωριού μας, τι να δω; Τρία-τέσσερα σπίτια ήταν τυλιγμένα στις φλόγες, οι άνθρωποι κραύγαζαν με πόνο. Όλο τον πληθυσμό του χωριού τον είχαν μαζέψει σε τρία-τέσσερα σπίτια και τους είχαν πυρπολήσει ζωντανούς.
»Από πόνο και φόβο άρχισα να τρέμω. Αφού έμεινα εκεί περίπου μισή ώρα γύρισα σπίτι μου. Ο πατέρας μου όταν ρώτησε “Ως αυτή την ώρα πού ήσουν;”, του είπα: “Του Αρτίν το χωριό το καίνε μαζί με τους κατοίκους του”.
»Ο πατέρας μου είπε: “Παιδί μου, αυτή είναι δουλειά του Τοπάλ Οσμάν. Αλίμονο, μην πεις σε κανέναν τίποτα. Θα μας δημιουργήσουν πρόβλημα. Και μετά θα μας σκοτώνουν και εμάς”. Έτσι με συμβούλευσε και έκλεισε το θέμα.
»Εκείνο το βράδυ κανείς δεν είπε κουβέντα. Όλοι μας φοβόμασταν και συγχρόνως λυπόμασταν τους ανθρώπους που κάηκαν. Τα αθώα μικρά παιδιά που τρώγανε σαλιγκάρια δεν φεύγουν μπρος από τα μάτια μου. Και από το χωριό μας κανένας ποτέ δεν πήγε σε εκείνο το μέρος. Ακόμα και για να μάθουν τι είχε γίνει!»