Η Αγία Σοφία, η ασκήτρια της Κλεισούρας, γεννήθηκε το 1883 στο χωριό Σαρή-ποπά της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, νομού Τραπεζούντας. Ο πατέρας της Αμανάτιος Σαουλίδης και η μητέρα της Μαρία είχαν άλλα δύο παιδιά, τη Συμέλα και τον Κωνσταντίνο. Το παράξενο όνομα του πατέρα της, που σώζεται ακόμα ανάμεσα στα ονόματα όσων κατάγονται από τον Πόντο, οφείλεται σε τάμα που έκαναν οι γονείς του για να τον αποκτήσουν.
Αμανάτ στα περσικά σημαίνει ενέχυρο. Κι αν ο πατέρας της Σοφίας δεν «ξεπλήρωσε» αυτό το τάμα, το έκανε με το παραπάνω η κόρη του, αφού ο βίος της και όλη η ύπαρξη της ήταν αφιερωμένη στον Τριαδικό Θεό.
Η Σοφία μεγάλωνε σύμφωνα με τα χριστιανικά νάματα στον Πόντο και σε ηλικία 24ων χρονών παντρεύτηκε τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη από το Τογρούλ της Άρδασας. Το 1910 γέννησε τον μοναχογιό της. Αν και η Σοφία δεν μιλούσε ποτέ για την τύχη του μικρού της αγοριού, υπάρχει μια ανεπιβεβαίωτη πληροφορία πως το αγοράκι της βρήκε μαρτυρικό θάνατο σε ηλικία μόλις δύο ετών όταν κατασπαράχθηκε από γουρούνια μέσα στη μάλλινη υφασμένη στον αργαλειό κούνια του, στο χωράφι που καλλιεργούσαν οι γονείς του.
Λίγο μετά το 1914, όταν κηρύχθηκε ο Α’ Π.Π., οι Τούρκοι επιστράτευσαν τον άντρα της ο οποίος είχε την τύχη των άλλων Ελλήνων που επιστρατεύονταν από τον τουρκικό στρατό. Δεν γύρισε ποτέ. Η Σοφία τότε έφυγε από το χωριό Λετσούχ και βρέθηκε στα Κοτύωρα. Τα καλοκαίρι δούλευε στα παρχάρια και το χειμώνα επέστρεφε στη θάλασσα.
Το 1915, όταν έγινε η Γενοκτονία των Αρμένηδων, οι Τούρκοι πήραν τον πατέρα της Αμανάτιο στα αμελέ ταμπουρού.
Στα δύσκολα εκείνα χρόνια που ακολούθησαν για τον ελληνισμό του Πόντου, η Σοφία έφυγε από τα Κοτύωρα και χάθηκαν τα ίχνη της. Το 1919, όπως μας διασώζεται στη μαρτυρία του ανεψιού της, το πλοίο που έφερνε την οικογένειά του έφτασε στον Πειραιά. Από εκεί με το τρένο οι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη, στην τοποθεσία Χαρμάνκιοϊ, δυτικά της πόλης. Ο ανεψιός της την αναζήτησε στους καταυλισμούς των προσφύγων στην Καλαμαριά, όπου πήρε την πληροφορία από κάποιες γυναίκες ότι μια Τσόφα (στα ποντιακά η Σοφία) διακονούσε την εκκλησία της Ανάληψης στο Ντεπό. Ο Ισάακ, ο 14χρονος ανεψιός της Σοφίας, βρίσκει τη θεία του να καθαρίζει το ναό και τρέχει κοντά της.
«Ισάακ, πούλι μ’, μερ’ εν ο πάπα μ’ κι η μάνα μ’;» Ο Ισάακ τής λέει τα δυσάρεστα νέα κι εκείνη βυθίζεται στη στεναχώρια, όμως παίρνει κουράγιο μαθαίνοντας πως ο πασάς ατς (ο αδελφός της) και η πατσή ατς (η αδελφή της) είναι καλά.
Τον Αύγουστο του 1919 η Σοφία με την οικογένεια του αδελφού της μετακινείται στην Αναρράχη Εορδαίας. Το 1925 αναχωρεί για τη Μονή του Αγίου Μάρκου Φλώρινας. Τότε βλέπει την Παναγία στον ύπνο της να της υποδεικνύει έναν μαγευτικό τόπο, μέσα στο δάσος, και να της λέει πως θέλει να την διακονήσει από εκείνο το «σπίτι της».
Το μοναστήρι της Παναγίας βρίσκεται στις ανατολικές υπώρειες του όρους Μουρίκι μέσα στο δάσος Κουρί με τις πολλές βελανιδιές. Χτίστηκε τον 17ο αιώνα –κατά άλλους τον 16ο– στη θέση παλαιότερης βυζαντινής μονής του 14ου αιώνα. Το καθολικό του τιμάται στη γιορτή της γενέσεως της Παναγίας την 8η Σεπτεμβρίου, γι’ αυτό και το μοναστήρι λέγεται από τους περίοικους «Μικρή Παναγιά».
Η θέση του μοναστηριού είχε στρατηγική σημασία, στη δύσβατη εκείνη περιοχή ανέπτυξε δράση ο μακεδονομάχος Παύλος Μελάς.
Η Σοφία εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι και διακονούσε επί χρόνια τη Γερόντισσά του, την Πελαγία, που είχε μείνει παράλυτη από τις κακουχίες και την υγρασία. Από το 1927 μέχρι το 1974, χρονολογία της οσιακής της κοίμησης, η Σοφία για 47 ολόκληρα χρόνια ασκήτευσε στο μοναστήρι της Παναγίας, ενώ παράλληλα δεν σταμάτησε ποτέ να δίνει την αγάπη της και την σοφία τής διά Χριστόν σαλότητάς της1 σε κάθε αναγκεμένο που πήγαινε να προσκυνήσει στο μοναστήρι της Κλεισούρας.
Αν και όλα σχεδόν τα κελιά του μοναστηριού ήταν άδεια, η Σοφία έμενε στην ποδιά του τζακιού του μαγειρείου. Από εκεί είχε απρόσκοπτη θέα στην Κυρά της την Παναγιά, την αγιογραφημένη παράσταση της Υπεραγίας Θεοτόκου με τον Χριστό στην αγκαλιά της που στόλιζε το υπέρθυρο της νότιας πύλης του Καθολικού της Μονής. Τόσος ήταν και ο δικός της γιος, μικρούλης δύο χρονών. Πόσα και πόσα δεν της έλεγε με τη σιωπή της, και η Παναγιά την κοιτούσε με βλέμμα παρηγορητικό.
Της διηγούνταν τα σκληρά γεγονότα της Γενοκτονίας στον Πόντο που όπως κάθε πρόσφυγας δεν ήθελε να τα μοιραστεί με άλλους ανθρώπους.
Οι συνθήκες στο μοναστήρι της ορεινής Μακεδονίας ήταν δύσκολες. Υγρασία πολλή, και το χειμώνα το θερμόμετρο έπεφτε στους 15 βαθμούς υπό το μηδέν. Η Σοφία ήταν ξυπόλητη και ντυμένη με ένα τριμμένο παλιό ράσο. Όταν κάποιος της έφερνε παντόφλες και κάποιο ρούχο να φορέσει, αυτή τα επέστρεφε λέγοντας πως δεν τα χρειάζεται. Μόνο στον Δεσπότη έκανε υπακοή και φορούσε το ράσο που της έδινε για αντικατάσταση του παλιού της, αφού όμως πρώτα το είχε χτυπήσει με πέτρες και το έκανε κι αυτό να μοιάζει παλιό.
Τα μαλλιά της είχε να τα λούσει από τότε που ήταν στον Πόντο, όμως κατά περίεργο τρόπο μοσχοβολούσαν σύμφωνα με μαρτυρίες φίλων του μοναστηριού. Η εικόνα της Σοφίας παραξένευε κάποιον που την αντίκριζε για πρώτη φορά. Η ασκητική μορφή της δεν θύμιζε σε τίποτα το άλλοτε όμορφο παρουσιαστικό της Πόντιας κόρης με τις μακριές καστανές πλεγμένες κοτσίδες των μαλλιών της ριγμένες στην πλάτη. Ήταν αποστεωμένη, όλεν στούδεα και πετσία (πετσί και κόκαλο), με ένα κουρελιασμένο ράσο να πλέει επάνω της. Συχνά μουτζούρωνε το πρόσωπό της με τη στάχτη από το τζάκι για να κρύβει την ομορφιά της.
Η κατά Χριστόν σαλότητά της ήταν παράδοξο θέαμα στον 20ό αιώνα.
Συχνά την επισκέπτονταν άνθρωποι από τη γύρω περιοχή της Κλεισούρας και της πήγαιναν πεντανόστιμες πίτες με τυρί και χόρτα για να την ευχαριστήσουν. Η τροφή της Σοφίας όμως ήταν ένα ξεροκόμματο, ή ένα κομμάτι φουρνιστού ψωμιού το οποίο βουτούσε σε ένα τενεκεδάκι με χοντρό αλάτι που είχε. Σπάνια, τις γιορτινές ημέρες επέτρεπε στον εαυτό της να φάει τουρσί, στύπα όπως τα έλεγε στα ποντιακά, που της άρεσαν ιδιαίτερα. Για να μην προσβάλλει τους προσκυνητές του μοναστηριού δεν τους μάλωνε για την αγάπη τους, αλλά έπαιρνε τις πίτες και αφού τις κομμάτιαζε στην ποδιά του τζακιού όπου ξάπλωνε, καθόταν επάνω. Μετά πετούσε ό,τι είχε απομείνει στις κότες του μοναστηριού και στα πουλάκια του ουρανού.
Στην περίοδο της Κατοχής, Γερμανοί στρατιώτες ως αντίποινα για το θάνατο ενός ναζί μοτοσικλετιστή από τους αντάρτες, έκαψαν την Κλεισούρα σκοτώνοντας 286 κατοίκους της, στην πλειονότητά τους γυναικόπαιδα. Τα άγρια ένστικτά τους δεν ικανοποιήθηκαν με τη σφαγή του πληθυσμού· ανέβηκαν στο μοναστήρι και ετοιμάστηκαν να το κάψουν κι αυτό, ρίχνοντας βενζίνη γύρω από την εκκλησία και τους κοιτώνες. Στο μοναστήρι είχαν καταφύγει όσοι κάτοικοι της Κλεισούρας είχαν σωθεί από τη σφαγή.
Τότε βγήκε η Σοφία μπροστά στον Γερμανό αξιωματικό και του είπε να μην το πειράξουν. Το παράξενο θέαμα της ασκήτριας και όλα εκείνα που του έλεγε στην ποντιακή διάλεκτο με τις αρχαίες ελληνικές λέξεις, απέτρεψε τον Γερμανό από το να καταστρέψει τη μονή. Άλλωστε είχαν την εκατόμβη νεκρών που ήθελαν. Οι προσευχές της Σοφίας στην Παναγιά εισακούστηκαν.
Η Σοφία είχε το προορατικό χάρισμα. Πάμπολλες είναι οι μαρτυρίες ανθρώπων που αναφέρονται σε γεγονότα της ζωής τους που η αγία προ-γνώριζε, και με την πρεσβεία της στην Παναγία βοήθησε για την καλή τους έκβαση. «Η Παναΐα ’κι θα χάν’ μας», η Παναγία δεν θα μας αφήσει, τους έλεγε, και άλλοτε πάλι: «να εφτάτε πολλάν υπομονήν», να κάνετε πολλή υπομονή. Σε όλη της τη ζωή έζησε ασκητικά, μη θεωρώντας τον εαυτό της άξιο για να ενδυθεί με το μοναχικό σχήμα. Η ταπεινότητα της αγίας ήταν συγκλονιστική!
Στα τελευταία χρόνια της ζωής της εκάρη μοναχή με το όνομα Μυρτιδιώτισσα (προσωνύμιο της Παναγίας). Η Παναγία, που για ώρες προσευχόταν μπροστά στην εικόνα της η Σοφία και της έλεγε «Παναΐα μ’ γουρπάν’ να ’ίνουμε σε εσέν» (δηλαδή Παναγιά μου θυσία να γίνω για εσένα), την είχε πληροφορήσει για την εκδημία της. Τις τελευταίες ημέρες η Σοφία έλεγε «Έρθεν το χαπάρ, θα δαβαίνω πλαν» δηλαδή ήρθε το μήνυμα, θα φύγω. Κοιμήθηκε στις 6 Μαΐου του 1974 σε ηλικία 91 χρονών. Στις 7 Ιουλίου 2012 ανακηρύχθηκε από την Εκκλησία μας Αγία.
«Χαίροις Πόντου κρίνον, μυροβόλον και ευανθές» λέει ο Παρακλητικός κανόνας της Αγίας μας, της Ποντίας Τσόφας που αξιώθηκε την Αγιοσύνη.
Ας την έχουμε προστάτιδά μας και μεσίτριά μας στην Παναγία που αγάπησε με όλη την ύπαρξή της. Χρόνια πολλά στις Σοφίες, και ιδιαίτερα στις Πόντιες Σοφίες.
Αλεξία Ιωαννίδου