Από το αρχαίο επίθετο θηριακός προέρχεται, σύμφωνα με το λεξικό του Άνθιμου Παπαδόπουλου, το ρήμα θερακώνω* της ποντιακής διαλέκτου, το οποίο σε Τραπεζούντα και Χαλδία υπήρχε και με τον τύπο θερακούμαι.
Οι τέσσερις έννοιες είναι οι εξής:
- Αποκτώ αλκή, ευρωστία και ρώμη.
 - Εξαγριώνομαι.
 - Αγανακτώ, οργίζομαι.
 - Για πληγές: Γίνεται φλεγμονή.
 
Επίσης, έχει καταγραφεί η επιθετική μετοχή θερακωμένος-η-ο, που σημαίνει:
- Εξαγριωμένος (θερακωμένον λεοντάριν).
 - Ανδρειωμένος, ατρόμητος (παληκάριν θερακωμένον),
 - Πελώριος (θερίον θερακωμένον, καράβιν θερακωμένον).
 
			















