Το 1957 ’ς σο χωρίον έμουν ’ς σην Μολόχαν έρθεν είνας δάσκαλος ας’ σο Σκαλοχώρ’. Έλεγαν ατον Τζανίδη Λεωνίδα. Πρώτα ατός, όντες ερχίνεσεν να μαθίζ’ τα παιδία γράμματα, εύρεν ατα δύσκολα, γιατί τα παιδία όλεα εγονούσευαν ποντιακά. Έπρεπεν ’ς σο νουν ατουν να κλώθνε τα ποντιακά ’ς σα νεοελληνικά και ύστερα να λένε μάθημαν, και ξάν’ ετάραζαν τα ποντιακά με τα νεοελληνικά. Αέτς πα εγάπεσαν ατον οι Μολοχιώτες και ατός πάλ’ εγάπεσεν ατονούς, και με πολλά ευχαρίστησιν εκάτσεν δεκατέσσερα χρόνια δάσκαλος. Έτονε πολλά καταδεχτικός άνθρωπος, επίανεν μ’ ουλουνούς γνωριμίαν και φιλίαν.
Έναν ημέραν εκάθουτουν έξ ας’ σο καφενείον τη Ξάνθονος και έπινεν την καβέν ατ’. Όντα τερεί, ντο τερεί: ένας γνώριμος ατ’ και φίλος ατ’ ας’ απάν την μαχαλάν έρται με το χαϊβάν’ φορτωμένον, τζαμουρωμένος απάν-αφκά. Άμον ντ’ εσίμωσεν και εκαλημερίγανε, ο δάσκαλον ερωτά τον:
– Τι έπαθες, Κλήμη, τι είναι αυτά τα χάλια;
– Εντώκα κα, δέσκαλε.
– Και τι σημαίνει «εντώκα κα»;
– Εγλίαξα, δέσκαλε.
– Κι αυτό πάλι τι σημαίνει;
– Εστραμπουλίγα.
– Έ καλά, κι αυτό τι σημαίνει;
– Εζαροπάτεσα.
– Ε κι αυτό δεν το κατάλαβα.
– Ε… Ε… Ε…, δέσκαλε, λέει ατόν ο Κλήμης. Τεσσάρων λογιών είπα σ’ ατο και τίποτα ‘κί εγρίκσες! Άλλο πώς να λέγω σ’ α; Εγώ μη θα μαθίζω σε γράμματα;
Ο Ηλιάδης Κωνσταντίνος [φωτ. αριστερά] του Κλήμεντος και της Ελένης γεννήθηκε 29/5/1905 στο Μεταλλείο Ταύρου. Το 1924, με την Ανταλλαγή, εγκαταστάθηκε στη Μολόχα Κοζάνης και το 1926 παντρεύτηκε τη Χριστίνα Παπαδοπούλου του Ιωάννου. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Ιωάννη και τη Χριστίνα.
Τον Κωνσταντίνο εμείς τον γνωρίζαμε με το όνομα «Κλήμης». Ήταν πολύ ευχάριστος τύπος με τις παρέες. Είχε πολύπτυχο ταλέντο, απέραντη φαντασία και πηγαίο χιούμορ. Όταν τις Κυριακές μετά την κυριακάτικη λειτουργία μαζεύονταν οι άνδρες του χωριού στο «λιθάρ’ του Καντηλαύτη» για να πουν ιστορίες και δεν ήταν εκεί ο Κλήμης, στέλνανε τον Πατσατσή Αναστάσιο (ήταν φίλοι) να τον βρει και να τον φέρει, ώστε με τα αστεία του να γίνει πιο ευχάριστη η ατμόσφαιρα.
Έφυγε από τη ζωή στις 14/6/1967, σε ηλικία μόλις 62 ετών, κάπως άδοξα. Πήγε στο χωράφι του να μαζέψει από την καρυδιά του καρύδια, παραπάτησε και έπεσε από την καρυδιά. Όπως ήταν ιδρωμένος, πήγε και μπήκε μέσα σε μια δεξαμενή με τρεχούμενο νερό και πολύ κρύο από πηγή. Δεν άντεξε η καρδιά του και έφυγε, άφησε όμως εποχή με το γνήσιο ποντιακό του ταλέντο, που έκανε την ψυχή των συγχωριανών του να ξεφεύγει από το άγχος της δύσκολης αγροτικής ζωής και να ξελαφρώνει από το σφίξιμο της καθημερινότητας με τα λεγόμενα και με τα καμώματά του.
Ανδρέας Χατζηκυριακίδης
- Γ. Κωνσταντινόπουλος / Σ. Ορφανίδης, Συλλογή Ποντιακών Ανεκδότων, 1976.
- Πηγή: Εφ. Ποντιακή Γνώμη, τχ 54, Αυγ.-Σεπτ. 2013.