Δεν θα καινοτομήσω λέγοντας ότι το πρόσφατο δημοψήφισμα στην Τουρκία ανέδειξε τον βαθύ κατακερματισμό της κοινωνίας τού εν λόγω κράτους. Αποφεύγω να αναφερθώ στον όρο «τουρκική κοινωνία», μιας και είναι πασιφανές πλέον ότι πρόκειται για μια ανθρωπολογία με διακριτούς ετεροπροσδιορισμούς, με κυριότερο εκείνον από πλευράς των Κούρδων.
Ο Ερντογάν επιχείρησε να νομιμοποιήσει την απολυταρχία του διεξάγοντας ένα δημοψήφισμα «βίας και νοθείας» κατά τις μαρτυρίες δημοσιογράφων, της αντιπολίτευσης και παρατηρητών του ΟΑΣΕ.
Εντούτοις, το αποτέλεσμα ήταν μια Πύρρειος νίκη, η οποία του δίνει μεν το δικαίωμα να προχωρήσει, αλλά αναδεικνύει το μέγεθος των εμποδίων που πρέπει πρώτα να υπερσκελίσει. Σε κάθε ερώτημα ο Τούρκος πρόεδρος αντιτάσσει δημοψηφίσματα – και μάλιστα, δημοψηφίσματα αλατούρκα. Το ζήτημα είναι πόσο αυτή η τακτική επιτείνει το εσωτερικό χάσμα, και αν αφυπνίζει αποσταθεροποιητικές δυνάμεις.
Στον ισλαμικό κόσμο υφίσταται μια αδήριτη πραγματικότητα: το θρησκευτικό συναίσθημα δεν μπορεί να ιδωθεί διακριτά από την άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Σε οποιοδήποτε κράτος υπάρχει πασίδηλη πλειοψηφία μουσουλμάνων πιστών, το κράτος αυτό ρέπει προς τον ισλαμισμό, ήτοι προς την εδραίωση του Ισλάμ ως κρατικής θρησκείας. Όπως μάλιστα αναφέρει ο Μπέρναρντ Λιούις, «πολλά από αυτά έχουν ρήτρες στα συντάγματά τους που κατοχυρώνουν τον Ιερό Νόμο του Ισλάμ είτε ως βάση του νόμου είτε ως τη μείζονα πηγή θέσπισης νόμων».
Η Τουρκία επί δεκαετίες αποτελούσε αξιοσημείωτη εξαίρεση, η οποία τροφοδότησε όλες εκείνες τις ρητορείες περί «τουρκικού μοντέλου» ως προς τη δυνατότητα συνύπαρξης μιας μουσουλμανικής ανθρωπολογίας και ενός δυτικότροπου θεσμικού πλαισίου.
Υπό ποιους όρους, όμως, εδραιώθηκε –όσο εδραιώθηκε– το λεγόμενο «τουρκικό μοντέλο»; Με επιβολή εκ των άνω, με βία και καταπατήσεις πολιτικών δικαιωμάτων, με εκτοπισμούς και γενοκτονίες. Η κατάργηση του Ιερού Νόμου και ο περίφημος διαχωρισμός κράτους και Ισλάμ επιχειρήθηκε να υλοποιηθεί εν τω μέσω ενός πογκρόμ κατά τη διάρκεια της ατατουρκικής δημοκρατίας (1923-1950), αλλά και συνέχισης της καταπίεσης με πραξικοπήματα (1960, 1971, 1980, 1997), εκτελέσεις (Μεντερές ως το γνωστότερο παράδειγμα) και έναν οιονεί εμφύλιο ιδιαιτέρως κατά τη δεκαετία του 1970.
Όπως συμβαίνει σχεδόν πάντοτε σε παρόμοιες ιστορικές περιπτώσεις, η καταπίεση αποδίδει καρπούς για το δυναστικό κράτος, αλλά εν μέρει. Ιδιαίτερα όταν αναφερόμαστε σε μια διαδικασία η οποία ξεκίνησε πριν από μόλις 94 έτη, καθίσταται αντιληπτό ότι η επίτευξη εσωτερικής ομοιογένειας έχει ακόμη πολύ δρόμο. Τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης χρειάστηκαν τρεις, τέσσερις ή και περισσότερους αιώνες για να επιτύχουν μια σχετικότατη συνοχή επί μιας συγκεκριμένης εδαφικής επικράτειας.
Μάλιστα, στην περίπτωση της Τουρκίας, αυτή η μεταβατική φάση διεργασιών, έχει ανακοπεί κατά τα τελευταία έτη.
Κατά συνέπεια, έχουμε έναν πληθυσμό που ένα μέρος του έχει προσχωρήσει στη μοντερνιστική πρόταση πολιτειακής συγκρότησης, ενώ υπάρχει και μια ευμεγέθης ομάδα η οποία όχι μόνο αντιδρά στη μετάβαση, αλλά έχει βρει και στήριγμα στην εξουσία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης αντιτείνοντας μια «διαφορετική αλλαγή». Η συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτική αλλαγή εκφράζεται διαμέσου του «πολιτικού Ισλάμ» και συνδέεται με την επανενεργοποίηση των πιστών ως πολίτες όχι μόνο στην Τουρκία αλλά και σε όλα τα κράτη τα οποία γνώρισαν και γνωρίζουν νεωτερικές εξουσιαστικές δομές.
Συμπερασματικά, λοιπόν, μπορούμε να σημειώσουμε ότι η Τουρκία υποφέρει από το γεγονός ότι βίωσε μια ανολοκλήρωτη επανάσταση. Δεν άλλαξε καθ’ ολοκληρία, αλλά άλλαξε στο βαθμό που δημιουργήθηκε ένας ακόμη ισχυρότατος ιδεολογικός-ταυτοτικός πόλος στο εσωτερικό της. Αυτό διαφάνηκε πλήρως στα αποτελέσματα του πρόσφατου δημοψηφίσματος. Το υψηλό ρίσκο στην τακτική του Ερντογάν έγκειται στο γεγονός ότι δηλώνει έτοιμος να αντιμετωπίσει δυναμικά την εν λόγω πραγματικότητα. Ωστόσο αναίμακτη ομογενοποίηση δεν έχει ακόμη καταγραφεί στα χρονικά των κρατών.