Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «ποίημα Ρωμανού ταπεινού».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο
Τα σφάλματα που έκανα τα ξέρω και τα βλέπω· πάω να τα μετρήσω
και χάνω τον λογαριασμό, γιατί είναι, βλέπεις, πιότερα κι από αμμουδιάς τους κόκκους.
Μα ξέρω από την άλλη, πως είναι η συμπόνια Σου ανείπωτη, Θεέ μου.
Γι’ αυτό και Σου κραυγάζω: «σπλαχνίσου με, λυπήσου με!» και λέω
Κύριε ελέησον.
Οίκοι
α’. Με υμνωδία πνευματική, Πανάγιε, Σε υμνούμε
ομού και με τον Άναρχο το Λόγο Σου, Πατέρα, και με το Πνεύμα το Άγιο.
Με πίστη αταλάντευτη Εσένα προσκυνούμε
και Σε ομολογούμε ως μία Τριάδα αχώριστη, Τρισάγιε Θεέ μας.
Κι Εσύ, λοιπόν, όλους εμάς που Σου βροντοφωνάζουμε τώρα με τέτοια πίστη, στο Φως Σου, Κύριε, λούσε μας και καταφώτισέ μας
μαζί με τους Αγίους Σου, όπως τον δίκαιο Λάζαρο.
Γιατί είδαμε μες στη Γραφή τι λέει για τη ζωή του
και για την ασπλαχνία, με την οποία του φέρθηκε ο πλούσιος μισάνθρωπος.
Κι έτσι, πήραν το δρόμο αυτόν που διάλεξε ο καθείς τους. Τον έναν τον ξαπόστειλες μες στις φωτιές της κόλασης, τον άλλον τον κατέταξες μες στου προπάτορα Αβραάμ την αγιασμένη αγκάλη.
Σ’ εμάς, όμως, Φιλεύσπλαχνε
μη στρέψεις την οργή Σου και λύτρωσέ μας Δέσποτα, Θεέ και
Κύριε ελέησον.
β’. Ο «Κύριος της Δόξης», αφού την ανθρωπότητα πολύ την αγαπά
κι οι πάντες θέλει να σωθούν, μας το είπε για να ξέρουμε όλοι μας τι μας μέλλει,
καθώς μέσα στη Βίβλο μάς δίνει το περίγραμμα
σε σχέση με την κρίση και για την ανταπόδοση που Αυτός επιφυλάσσει σε αγαθούς και πονηρούς.
Έτσι, αφού ακούσαμε τα πάντα όσα πρέπει σε σχέση τη βιωτή αυτού του πλούσιου άρπαγα,
ας σκύψουμε με προσοχή στα έργα τα δικά μας κι ας ανακρίνουμε καλά ο καθείς τον εαυτό του.
Γιατί, άλλωστε, το γράφει και η θεόπνευστη Γραφή.
Υπήρχε ένας άνθρωπος που ήτανε, λέει, πλούσιος με περιουσία μεγάλη·
πολυτελώς ντυνότανε, φόραγε τα μεταξωτά, τα πορφυρά τα ολόλαμπρα
κι αυτάρεσκα χαιρότανε και ένιωθε σπουδαίος· μέσα στην καλοπέραση δεν σκέφτηκε ποτέ του να πει ένα:
«Κύριε ελέησον».
γ’. Τον Λάζαρο σαν είδε, τότε αυτός ο πλούσιος, έτσι άσπλαχνος που ήταν,
με μια οργή απάνθρωπη τον αντιμετωπίζει, δείχνοντας μια απέχθεια για τούτον τον φτωχό,
που ήτανε χτυπημένος και από κάποια αρρώστια.
Ο καλοζωισμένος στεκόταν ρωμαλέος εκεί μπροστά στον πονεμένο κι απάνθρωπα τελείως μ’ αποστροφή τον έβλεπε, αδιαφορώντας πλήρως που ο καημένος έλιωνε από την ασιτία.
Δεν του έδωσε ούτε μια φορά κάποια ελεημοσύνη, αυτός ο αθεόφοβος.
Περήφανα στεκότανε και εχθρικά εμπρός του·
ψυχρός και ανελέητος τον έβλεπε που ήταν μέσα στη μαύρη φτώχεια του,
γυμνό πάντα κι ανήμπορο
χάμω μπρος στο κατώφλι του ‒ λες κι ήταν πράγμα άψυχο που έτυχε να πέσει κάποτε μπρος στην πόρτα του κι απόμεινε να κείτεται στο έδαφος κομμάτια. Κι όταν περνούσε άκουγε τούτον τον τσακισμένο φωνάζοντας σπαρακτικά να λέει:
«Κύριε ελέησον!»
δ’. Με φρόνημα αλαζονικό κι όλο υπερηφάνεια ο πλούσιος κατάντησε
να είναι από τη φύση του άσπλαχνος και απάνθρωπος κι ανόητος συνάμα.
Γιατί ήταν κάθε ελπίδα του στον πλούτο αναπαυμένη
και τα μυαλά του φούσκωσαν, επαίρονταν συνέχεια για τα πολλά λεφτά του.
Αλλά όπως λέει κι η Γραφή, ολοσχερώς ριχνότανε μέσα στις απολαύσεις
και μέθαγε με το κρασί και στην ακολασία είχε δοθεί ολόψυχα.
Κι έτσι εκεί που έμενε, μπαινόβγαινε στο σπίτι του
και έβλεπε τον Λάζαρο στο χώμα καθισμένο να εκλιπαρεί για ψίχουλα ‒ γιατί κι αυτά του λείπανε.
Τον έβλεπε που ήταν κατάκοιτος και στέναζε δίπλα από την πόρτα του. Έβλεπε ότι το σώμα του
ήτανε γεμάτο με πληγές απ’ την αρρώστια που είχε. Ακόμα, όμως, και τότε δεν του ’ρθε μια φορά να πει κι αυτός το
Κύριε ελέησον.
ε’. Με καρτερία ο Λάζαρος και δίχως να οργίζεται υπόμενε το βάσανο.
Μα όπως ήταν φυσικό, σαν έβλεπε τον πλούσιο να τρώει και να πίνει, επιθυμούσε και αυτός· και τι ζητούσε ο έρμος;
Να φάει, έστω, απ’ τα ψίχουλα που όταν ο πλούσιος έτρωγε πέφταν απ’ το τραπέζι.
Γιατί ήταν ανήμπορος, σχεδόν παραλυμένος, γεμάτος ήταν με πληγές και κείτονταν στο χώμα.
Η φτώχεια του ήταν φοβερή, αχρηστευμένο το κορμί απ’ τις πολλές αρρώστιες
και φώναζε ακατάπαυστα, ολόθερμα προς τον Θεό μέσα στην προσευχή του,
σαν έβλεπε στο σώμα του όλες εκείνες τις πληγές που του έφερε η ασθένεια η αγιάτρευτη που είχε.
Κι έτσι, λοιπόν, κάτι σκυλιά που ήταν εκεί τριγύρω, αυτά του παραστέκανε, συμπάσχανε μαζί του σαν τους γιατρούς στον άρρωστο
κι έγλυφαν τις πληγές του, καθώς αυτός εκραύγαζε στη θλίψη βουτηγμένος το
Κύριε Ελέησον.
















