Ο Δεκέμβριος του 1282 ξημέρωσε ψυχρός πάνω από την Ανατολική Θράκη. Οι άνεμοι που κατέβαιναν από τον Εύξεινο Πόντο έφερναν μαζί τους τη βαρυχειμωνιά. Στο Παχώμιο, όχι μακριά από τις ακτές, ο άνθρωπος που είχε αναστήσει τη Βασιλεύουσα από την πυρά της λατινικής κυριαρχίας έδινε την τελευταία του μάχη, όχι πια ως στρατηγός, ούτε ως διπλωμάτης, αλλά ως θνητός.
Ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο ιδρυτής της τελευταίας βυζαντινής δυναστείας, ο αυτοκράτορας που είχε επαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη το αυτοκρατορικό στέμμα μετά από μισό αιώνα εξορίας στη Νίκαια, βρισκόταν στο τέλος της μακράς και αντιφατικής πορείας του.
Είχε δει πολλά. Είχε νικήσει ηγεμόνες της Δύσης, είχε υπομείνει εξεγέρσεις, είχε αντισταθεί στις στρατιές του Καρόλου του Ανδεγαυού που απειλούσαν να σβήσουν το όνομα των Ρωμαίων από το χάρτη. Μα πάνω απ’ όλα είχε κυβερνήσει μια αυτοκρατορία που είχε μάθει να ζει πια στη σκιά του Εύξεινου Πόντου, να μετρά συμμάχους και εχθρούς στις βόρειες στέπες, να φοβάται ή να ελπίζει ανάλογα με τις διαθέσεις των Μογγόλων, να προσδοκά βοήθεια από την Τραπεζούντα και να ανησυχεί για τις τουρκικές επιδρομές που κατέβαιναν από την Ανατολία στις κοιλάδες του Μαιάνδρου.
Καθώς ο αυτοκράτορας άφηνε την τελευταία του πνοή, ο Εύξεινος Πόντος –τόσο μακριά, μα πάντοτε παρών– έμοιαζε να μονολογεί τις δικές του ιστορίες.
Πριν φτάσει όμως εκείνη η στιγμή, ο Μιχαήλ είχε διαβεί έναν δρόμο που λίγοι θα τολμούσαν. Γεννημένος το 1223, μέλος ενός σύνθετου πλέγματος αυτοκρατορικών γενών –Κομνηνών, Αγγέλων και Παλαιολόγων– μεγάλωσε μέσα σε ένα περιβάλλον γεμάτο από μνήμες της χαμένης Κωνσταντινούπολης. Η ίδια η οικογένειά του απλωνόταν τότε από τις ακτές της Βιθυνίας μέχρι τα υψίπεδα της ποντικής ενδοχώρας.
Το όνομα των Παλαιολόγων είχε ήδη αρχίσει να ακούγεται στη Νίκαια, αλλά η αυτοκρατορία δεν είχε πια τη λάμψη του παρελθόντος. Ο θρόνος ήταν πια εξόριστος, ενώ στον Εύξεινο Πόντο η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας είχε αναλάβει τον δικό της ρόλο ως κληρονόμος των Ρωμαίων του Πόντου.
Ο Μιχαήλ μεγάλωσε ανάμεσα σε στρατηγούς, αυλικούς, διπλωμάτες. Πολύ μικρός ακόμη, κατηγορήθηκε άδικα για συνωμοσία. Αλλά η εξυπνάδα και η ψυχραιμία του τον έσωσαν.
Από τότε όλοι θυμούνταν το οξύ βλέμμα του, εκείνο που έμοιαζε να διαπερνά τα λόγια των ανθρώπων και να φτάνει κατευθείαν στην αλήθεια. Δεν άργησε να γίνει απαραίτητος στον στρατό, και όταν ο Θεόδωρος Β’ Βατάτζης πέθανε, ο Μιχαήλ είδε μπροστά του ένα μονοπάτι που λίγοι θα τολμούσαν να ακολουθήσουν. Την κατάληψη του θρόνου της Νίκαιας.
Το 1259 στέφθηκε αυτοκράτορας στο Νυμφαίον, υποσκελίζοντας τον νεαρό Ιωάννη Δ’ Λάσκαρη. Επικρίθηκε, μισήθηκε, αλλά την ίδια στιγμή πολλοί αναγνώριζαν στον Μιχαήλ εκείνη την αποφασιστικότητα που η αυτοκρατορία χρειαζόταν για να σταθεί ξανά στα πόδια της. Στα ανατολικά οι Σελτζούκοι είχαν δείξει τα δόντια τους, στα δυτικά τα λατινικά κράτη είχαν ριζώσει επικίνδυνα, και ο Εύξεινος Πόντος έβραζε από ανταγωνισμούς μεταξύ Μογγόλων, Βουλγάρων, επιδρομέων και εμπόρων.
Ο Μιχαήλ θα έπρεπε να λειτουργήσει όχι απλώς ως βασιλιάς, αλλά σαν σχοινοβάτης.
Η πρώτη μεγάλη νίκη του –η Πελαγονία του 1259– άνοιξε τον δρόμο για το πραγματικό του όραμα που δεν ήταν άλλο από την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Στον Εύξεινο Πόντο οι Λατίνοι είχαν ήδη χάσει τον έλεγχο του χρυσού εμπορικού δρόμου. Τραπεζούντα και Βυζάντιο διεκδικούσαν τις εύφορες ακτές, ενώ Γενουάτες και Βενετοί προσπαθούσαν να αποκτήσουν μερίδια στο εμπόριο, ελέγχοντας λιμάνια από την Κριμαία έως την Κωνσταντινούπολη.
Ο Μιχαήλ αντιλαμβανόταν ότι όποιος ήλεγχε τον Εύξεινο Πόντο, αποκτούσε δύναμη στην Ανατολή. Και έτσι, όταν η Γένοβα του πρόσφερε συμμαχία, εκείνος την αποδέχτηκε, ακόμη κι αν ήξερε ότι θα πλήρωνε αργότερα υψηλό τίμημα.
Δεν πρόλαβε, όμως, να χρειαστεί το στόλο τους. Στις 25 Ιουλίου 1261, ο στρατηγός Αλέξιος Στρατηγόπουλος πήρε την Πόλη με ένα σχεδόν απίστευτο τόλμημα. Και ο Μιχαήλ, όταν μπήκε θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη τον Δεκαπενταύγουστο, είδε να ανοίγει μπροστά του ένας δρόμος που κανείς δεν είχε διαβεί μετά το 1204.
Η αυτοκρατορία αναγεννήθηκε. Ο πληθυσμός αυξήθηκε, τα τείχη επισκευάστηκαν, τα λιμάνια στον Βόσπορο δέχονταν ξανά πλοία από τον Πόντο και τις βόρειες θάλασσες.
Όμως η αναγέννηση αυτή είχε και το τίμημά της. Ο μικρός Ιωάννης Δ’ Λάσκαρης τυφλώθηκε και κλείστηκε σε μοναστήρι. Από εκείνη τη στιγμή, ο Μιχαήλ κέρδισε την Πόλη, αλλά έχασε κάτι ακόμη πιο πολύτιμο, ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής ψυχής.
Στον Πόντο, στις πόλεις της Βιθυνίας, στους δρόμους των εμπόρων που πήγαιναν προς τη Σινώπη και την Τραπεζούντα, άρχισε να ακούγεται δυσαρέσκεια. Και όταν οι Τούρκοι των ανατολικών περιοχών επιτέθηκαν ξανά, πολλοί Βυζαντινοί στρατιώτες προτίμησαν να αυτομολήσουν παρά να πολεμήσουν για έναν «τύραννο».
Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν άγρια. Οι ήττες στην Πελοπόννησο, τα προβλήματα με τους Μογγόλους του Βορρά, η ήττα στη Θράκη, η αναγκαστική ένωση με τη Ρώμη –ό,τι πιο μισητό μπορούσε να πράξει αυτοκράτορας σε ορθόδοξο λαό– όλα αυτά έφθειραν την εικόνα του Μιχαήλ. Και ενώ εκείνος προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο απέναντι στον Κάρολο τον Ανδεγαυό, ο Εύξεινος Πόντος γινόταν όλο και πιο ταραγμένος: Οι Μογγόλοι της Χρυσής Ορδής άλλαζαν συμμαχίες, οι Τραπεζούντιοι αυτοκράτορες κινούνταν άλλοτε φιλικά και άλλοτε επιθετικά προς την Κωνσταντινούπολη, και τα λιμάνια της Κριμαίας άλλαζαν χέρια σε έναν αδιάκοπο αγώνα δυνάμεων.
Ο Μιχαήλ κατάφερε το ακατόρθωτο, που ήταν να αποτρέψει την επέλαση του Καρόλου, δίνοντας τέλος στη μεγαλύτερη απειλή που είχε αντιμετωπίσει η αυτοκρατορία από το 1204.
Όμως το σώμα του πλέον δεν άντεχε. Ο αγώνας του, πολιτικός και στρατιωτικός, συνεχής επί είκοσι χρόνια, τον είχε εξαντλήσει. Τον τελευταίο μήνα της ζωής του, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να μεταβεί στη Θράκη. Εκεί στο Παχώμιο, απομονωμένος, σχεδόν εκτοπισμένος από τον ίδιο του τον λαό που ακόμη τον θεωρούσε «λατινόφρονα», ο αυτοκράτορας αισθανόταν το τέλος να πλησιάζει.
Η θάλασσα του Πόντου, την οποία τόσο συχνά είχε επικαλεστεί στις διπλωματικές του στρατηγικές, έστελνε μέχρι και εκείνους τους κρύους ανέμους που φτάνουν ως την ενδοχώρα. Κάθε ριπή του αέρα έμοιαζε σαν υπενθύμιση των ανεκπλήρωτων οραμάτων του: να ξαναφέρει την αυτοκρατορία στα ανατολικά της όρια, να εξασφαλίσει τις ποντιακές ακτές από τις επιδρομές, να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα σε Κωνσταντινούπολη και Τραπεζούντα.
Όταν πέθανε, δεν ψάλθηκε νεκρώσιμη ακολουθία. Ήταν αφορισμένος. Ο γιος του, Ανδρόνικος Β’, μετέφερε τη σορό του στη Θράκη, μα ούτε εκείνη η πομπή δεν είχε τη λαμπρότητα που θα άρμοζε σε κάποιον που θέλησε να ανακτήσει την Πόλη. Ο λαός είχε δει στον Μιχαήλ όχι τον ήρωα του 1261, αλλά τον άνθρωπο που παρέδωσε –έστω και θεωρητικά– την Ορθοδοξία στον Πάπα.
Έτσι έσβησε ο αυτοκράτορας που είχε αναστηλώσει τη Βασιλεύουσα.
Κι όμως, η κληρονομιά του στον Εύξεινο Πόντο παρέμεινε βαθιά. Η εξωτερική πολιτική του είχε αποτρέψει την επέκταση των Lατίνων προς τον Πόντο, είχε διασώσει τα εμπορικά δίκτυα του Βοσπόρου και είχε διατηρήσει σε λειτουργία τη λεπτή ισορροπία μεταξύ Βυζαντινών, Τραπεζούντας, Γενουατών και Μογγόλων. Χωρίς αυτήν, η αυτοκρατορία θα είχε χάσει τον έλεγχο του θαλάσσιου δρόμου που για αιώνες την συνέδεε με τον Καύκασο, τη Ρωσία και τις στέπες.
Η δυναστεία του θα κυβερνούσε μέχρι το τέλος. Και όταν η Κωνσταντινούπολη θα έπεφτε πια στους Οθωμανούς, το 1453, τα κάστρα του Πόντου θα εξακολουθούσαν να αντιστέκονται για μερικά ακόμη χρόνια – σαν απόηχος εκείνης της μετατόπισης του βυζαντινού κόσμου προς τον Εύξεινο Πόντο που είχε αρχίσει ήδη από την εποχή του Μιχαήλ.
Ο Μιχαήλ Η’ έφυγε χωρίς δοξασμό, μα όχι χωρίς δικαίωση. Ήταν ο άνθρωπος που έσωσε την Κωνσταντινούπολη από την απόλυτη εξαφάνιση. Ήταν ο αυτοκράτορας που κατάλαβε ότι το μέλλον του Βυζαντίου δεν βρισκόταν πια μόνο στα πεδία της Μικράς Ασίας ή στη λατινική Δύση, αλλά και στις άγριες θάλασσες του Εύξεινου Πόντου.
















