Ο Βασίλειος Β’ Πορφυρογέννητος, ο άνθρωπος που η Ιστορία θα θυμόταν αργότερα με το τρομερό προσωνύμιο «Βουλγαροκτόνος», γεννήθηκε το 958 στην Κωνσταντινούπολη, στο κέντρο μιας αυτοκρατορίας που κλονιζόταν από εσωτερικούς κλυδωνισμούς και εξωτερικές πιέσεις.
Γιος του Ρωμανού Β’ και της (λακωνικής καταγωγής) Θεοφανούς, μεγάλωσε μέσα σε διαδοχικές ανατροπές, ανακτορικές συμμαχίες, δολοφονίες και στρατιωτικές αναμετρήσεις που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα του πριν ακόμη ενηλικιωθεί.
Ήταν μόλις δύο ετών όταν ανακηρύχθηκε συναυτοκράτορας και μόλις πέντε όταν έχασε τον πατέρα του. Στα χρόνια που ακολούθησαν, άλλοι κυβερνούσαν για λογαριασμό του: η μητέρα του, ο Νικηφόρος Φωκάς, ο Ιωάννης Τσιμισκής και ο ευνούχος αξιωματούχος Βασίλειος Λεκαπηνός.
Όταν το 976 ανέλαβε επιτέλους την ηγεσία, ο Βασίλειος ήταν ένας νέος άνδρας με ατσάλινη θέληση, λιγομίλητος, αυστηρός, στρατιωτικός στην καρδιά και στη συμπεριφορά. Η αυτοκρατορία που παραλάμβανε, όμως, ήταν γεμάτη πληγές. Στα ανατολικά σύνορα οι Άραβες απειλούσαν τις βυζαντινές κτήσεις στη Συρία, ενώ στα παρευξείνια εδάφη, από την Κριμαία έως τον Καύκασο, διάφορα φύλα –και το διαλυμένο πλέον Χαζαρικό Χαγανάτο– δημιουργούσαν μια ασταθή ζώνη.
Στα βόρεια η Βουλγαρία έφτανε μέχρι τη Θεσσαλία, ενώ στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας οι πανίσχυρες στρατιωτικές οικογένειες –οι Φωκάδες, οι Σκληροί και άλλοι– απειλούσαν την αυτοκρατορική εξουσία.
Η αρχή της βασιλείας του σημαδεύτηκε από δύο μεγάλες εξεγέρσεις: του Βάρδα Σκληρού και του Βάρδα Φωκά. Οι άνδρες αυτοί, από τις πλουσιότερες στρατιωτικές δυναστείες της Ανατολίας, διεκδικούσαν τον θρόνο και πίστευαν πως ο νεαρός αυτοκράτορας δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια μαριονέτα. Ο Βασίλειος, όμως, απέδειξε πως διέθετε την αυστηρότητα και την πολεμική οξυδέρκεια που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Κατέστειλε και τις δύο εξεγέρσεις με απευθείας στρατιωτική εμπλοκή, στοιχείο που θα χαρακτήριζε όλη του τη βασιλεία. Συμμαχώντας με τον πρίγκιπα του Κιέβου, Βλαδίμηρο, κέρδισε την αναγκαία στρατιωτική υποστήριξη, ενώ ο γάμος της αδελφής του Άννας με τον Ρώσο ηγεμόνα άνοιξε τον δρόμο για τον εκχριστιανισμό των Ρως – ένα γεγονός που θα μετέτρεπε τον Εύξεινο Πόντο σε πεδίο εξάπλωσης της βυζαντινής επιρροής.
Η σχέση με τον Εύξεινο Πόντο, άλλωστε, υπήρξε κομβική σε ολόκληρη τη δράση του Βασιλείου. Τα παρευξείνια εδάφη, όπου ζούσαν Έλληνες ήδη από την αρχαιότητα, παρέμεναν ένας στρατηγικός χώρος ανάμεσα στην Ανατολία, τον Καύκασο και τις στέπες του Βορρά. Κατά τον 10ο και 11ο αιώνα, η περιοχή ήταν κόμβος εμπορίου, διέλευσης στρατών και συχνά πεδίο συγκρούσεων ανάμεσα σε Χαζάρους, Ρως, Γεωργιανούς, Αρμένιους και Άραβες.
Ο Βασίλειος γνώριζε πως για να θωρακίσει την αυτοκρατορία του έπρεπε να ελέγξει αυτό το κρίσιμο τόξο από τη Χερσώνα μέχρι την Τραπεζούντα και την Κολχίδα.
Η στρατηγική αυτή φάνηκε καθαρά στην εκστρατεία του κατά των Χαζάρων το 1016. Το διαλυμένο από τους Ρως Χαζαρικό Χαγανάτο είχε αφήσει κενό εξουσίας στην Κριμαία, το οποίο επιχειρούσαν να εκμεταλλευτούν διάφορα φύλα. Ο Βασίλειος έστειλε βυζαντινές δυνάμεις στην περιοχή, κατέλαβε το Κερτς και εξασφάλισε τον έλεγχο της νότιας Κριμαίας. Με αυτή την κίνηση σφράγισε εκ νέου τη βυζαντινή παρουσία στον Εύξεινο Πόντο, εξασφαλίζοντας τα εμπορικά δίκτυα προς τον Καύκασο και τις Στέπες – περιοχές με τις οποίες ο Ποντιακός Ελληνισμός διατηρούσε από αρχαιοτάτων χρόνων στενούς δεσμούς.
Η κίνηση αυτή εντάσσεται σε μια ευρύτερη εξωτερική πολιτική που συνδύαζε το στρατιωτικό σθένος με τη διπλωματική διορατικότητα. Στις παρευξείνιες περιοχές ο Βασίλειος ενίσχυσε τα οχυρά, αύξησε τις φρουρές και επέβαλε ένα σύστημα διοικητικής σταθερότητας που επέτρεψε στα ποντιακά θέματα Χαλδίας, Κολωνείας και Ιβηρίας να ευημερήσουν. Την ίδια στιγμή, οι επιχειρήσεις του στον Καύκασο ενσωμάτωσαν βυζαντινά εδάφη στη Γεωργία και την Αρμενία, εξασφαλίζοντας ένα προχώμα απέναντι στους αναδυόμενους Σελτζούκους. Με τον τρόπο αυτό ο Βασίλειος δεν προστάτευσε μόνο τα σύνορα. Προστάτευσε και την καρδιά των ελληνικών κοινοτήτων του Πόντου, οι οποίες στηρίχθηκαν στην ειρήνη που επέβαλε για σχεδόν μισό αιώνα.
Παράλληλα, στα ανατολικά του Πόντου η κατάσταση απαιτούσε συνεχή επαγρύπνηση. Μετά τις επιτυχίες του Φωκά και του Τσιμισκή, τα εδάφη της Συρίας απειλούνταν ξανά από τους Φατιμίδες. Το 995 ο Βασίλειος διέσχισε την Ανατολία με μια ασύλληπτη για την εποχή ταχύτητα, φτάνοντας μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τα χιόνια της Μακεδονίας στις ερήμους της Συρίας. Απελευθέρωσε το Χαλέπι και εξασφάλισε την πεδιάδα του Ορόντη. Οι επιτυχίες αυτές δεν είχαν άμεση σχέση με τον Εύξεινο Πόντο, αλλά ενίσχυαν τη συνοχή της αυτοκρατορίας και συνεπώς την ασφάλεια των παρευξείνιων περιοχών που εξαρτώνταν από την πολιτική και στρατιωτική σταθερότητα της Κωνσταντινούπολης.
Το μεγάλο, όμως, μέτωπο της βασιλείας του ήταν η Βουλγαρία. Στα τέλη του 10ου αιώνα, το βουλγαρικό κράτος υπό τον Σαμουήλ εκτεινόταν από τον Δούναβη έως τη Θεσσαλία και αποτελούσε την μεγαλύτερη απειλή στα βυζαντινά ευρωπαϊκά εδάφη. Το 986 ο Βασίλειος υπέστη βαριά ήττα στις Πύλες του Τραϊανού, γεγονός που τον σημάδεψε και καθόρισε την πολιτική του.
Από το έτος 1000 ξεκίνησε μια συστηματική εκστρατεία εκμηδένισης της βουλγαρικής αντίστασης.
Μετά από χρόνια αποκλεισμού, φθοράς και αποφασιστικών χτυπημάτων, η κορύφωση ήρθε το 1014 στη Μάχη του Κλειδίου. Εκεί, οι δυνάμεις του Βασίλειου, υπό τον Νικηφόρο Ξιφία, συνέτριψαν τον στρατό του Σαμουήλ. Η τύφλωση των αιχμαλώτων –15.000 σύμφωνα με τον Βυζαντινό χρονογράφο Ιωάννη Σκυλίτζη– έδωσε στο Βασίλειο το φοβερό προσωνύμιο που θα τον ακολουθούσε για πάντα. Η Βουλγαρία υποτάχθηκε το 1018, δίνοντας στην αυτοκρατορία ξανά τα σύνορα στον Δούναβη.
Η νίκη αυτή, αν και φαινομενικά μακρινή για τον Πόντο, είχε τεράστια έμμεση σημασία: ελευθέρωσε στρατιωτικούς πόρους και σταθεροποίησε το ευρωπαϊκό μέτωπο, επιτρέποντας στον Βασίλειο να στραφεί με μεγαλύτερη άνεση προς την Ανατολή και τις παρευξείνιες περιοχές.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Βασίλειος συνέχισε την επεκτατική του πολιτική στον Καύκασο, εντάσσοντας στον βυζαντινό κόσμο περιοχές της σημερινής Γεωργίας και Αρμενίας. Τα νέα αυτά εδάφη λειτουργούσαν ως αναχώματα για τον Πόντο, δημιουργώντας μια μεγάλη ζώνη ασφαλείας πριν την επέλαση των νομαδικών λαών. Η προνοητικότητα του Βασιλείου, αν και συχνά παραγνωρισμένη, διατήρησε τον ελληνισμό της Τραπεζούντας, της Σινώπης και των άλλων ποντιακών πόλεων σε μια από τις μακροβιότερες περιόδους ειρήνης τους.
Ο Βασίλειος πέθανε τον Δεκέμβριο του 1025, σε ηλικία περίπου 67 ετών, έχοντας γεράσει πάνω σε ένα άλογο, μέσα σε στρατόπεδα, σε εκστρατείες και πολεμικά μέτωπα.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ και δεν απέκτησε παιδιά, επιλέγοντας να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη διακυβέρνηση.
Οι στρατιώτες τον λάτρευαν, γιατί ζούσε όπως εκείνοι. Οι αγρότες τον σέβονταν, γιατί προστάτευσε τις μικρές ιδιοκτησίες τους από τους ισχυρούς της Ανατολίας. Η αριστοκρατία τον φοβόταν, γιατί έκοψε τη δύναμή της. Η αυτοκρατορία που άφησε πίσω του ήταν πλούσια, ασφαλής και σε μέγεθος όσο ποτέ άλλοτε από την εποχή του Ιουστινιανού.
Για τον Πόντο, ο Βασίλειος Β’ υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες της μεσοβυζαντινής περιόδου. Σταθεροποίησε τον Εύξεινο Πόντο, εξασφάλισε τις παρευξείνιες εμπορικές οδούς, προστάτευσε τις ελληνικές κοινότητες, ενίσχυσε τη διοίκηση και δημιούργησε τις βάσεις για την πολιτιστική άνθηση που θα κορυφωνόταν δύο αιώνες αργότερα με την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας.
Έμεινε στην ιστορία ως ο πιο σκληρός, μα και ίσως ο πιο αποτελεσματικός από τους Μακεδόνες αυτοκράτορες. Στη μνήμη του ποντιακού ελληνισμού, έμεινε ως εκείνος που διατήρησε την ειρήνη και την ασφάλεια στις ακτές του Ευξείνου, επιτρέποντας στις ελληνικές κοινότητες να αντέξουν στον χρόνο και στις επερχόμενες θύελλες. Ένας ηγεμόνας που κυβέρνησε όχι μόνο με το ξίφος, αλλά και με την αδιάκοπη προσήλωση στην ιδέα της αυτοκρατορίας.
















