Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «Του ταπεινού Ρωμανού τούτο το ποίημα». Διαβάστε το Μέρος Α’, το Μέρος Β’, το Μέρος Γ’ και το Μέρος Δ’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
κε’. »Λέτε γι’ αυτούς που αμάρτησαν εγώ να ακονίζω τίποτα ξίφη ή μάχαιρες; Ποτέ δεν το ’χω κάνει· αντίθετα, το βλέμμα μου το στρέφω
»με πραότητα πάντοτε στους ανθρώπους. Εγώ είμαι ο Πλάστης και των ανθρώπων Ποιητής.
»Την πόρνη που ήρθε κλαίγοντας εγώ είμαι που την δέχτηκα με τόση καλοσύνη και άφεση της έδωσα.
»Και τον τελώνη ελέησα, και δεν τον έδιωξα μακριά σαν κάποτε τον άκουσα να βαριαναστενάζει,
»γιατί είδα τη μετάνοια να έχει στεριώσει μέσα του και σταθερά να κατοικεί πια μέσα στην καρδιά του.
»Στους πάντες με συμπάθεια έχει φερθεί ο Κτίστης.
»Σπλαχνίστηκα τον Πέτρο τότε που με αρνήθηκε·
»τα δάκρυα του συμπόνεσα και συγκινήθηκα πολύ,
»γιατί αποζητούσε
»το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
κϛ’. »Και, βέβαια, γι’ αυτές εδώ που με ακολουθήσανε κι ήρθαμε στον Νυμφώνα μου, μπροστά σε όλους θα το πω, ν’ ακούσει όλο το πλήθος:
»“Με πάσα επιμέλεια πάνω στη γη σαν ήτανε, τις εντολές μου φύλαξαν.
»”Στις χήρες παραστάθηκαν, τα ορφανά ελεήσαν.
»”Με όσους στεναχωριότανε, με όσους είχαν θλίψη από κοντά συνέπασχαν.
»”Την πόρτα τους δεν έκλεισαν ποτέ σε ξένο ή φτωχό.
»”Πήγαιναν στους αρρώστους και τους γιατροπορεύανε
»”‒ αυτούς που εσείς τους είχατε τελείως ξεγραμμένους και τους περιφρονούσατε.
»”Δεν σας γνωρίζω, το λοιπόν· μου είστε τελείως άγνωστοι. Αυτές που ήταν απάνθρωπες τις απαρνιέμαι τώρα
»”και δεν θα δώσω σε αυτές
»”το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι”».
κζ’. Και των αγγέλων ο χορός κοιτάει κι αποθαυμάζει, με σεβασμό ακούγοντας τον Βασιλέα Χριστό
να παραδέχεται ανοιχτά τις πέντε αυτές τις κόρες που είχε για συνοδεία Του, καθώς έμπαινε μέσα.
Τι παρρησία που έχουνε οι άγιοι του Χριστού! Τι καύχημα μεγάλο!
Μπροστά σε τόσα πλήθη να επιδοκιμάζονται κι εκεί να ανταμείβονται με ψήφο αθανασίας.
Εκεί, όμως, ταυτόχρονα θ’ ακούσουνε κι οι άλλες την τελική απόφαση για τη δική τους τύχη
και θα ’ν’ το κλάμα τους πικρό· μα ανώφελα τα δάκρυα και μάταιος ο θρήνος,
καθώς μπροστά τους θα περνούν πηγαίνοντας προς τον Χριστό ελεύθερα και θαρρετά
των αγίων οι χοροί. Από το έλεός Του θ’ αντλούν την παρρησία τους
και θα φοράνε όλοι
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
κη’. Ιδού, λοιπόν, ποια είναι αυτά ‒και είναι τόσο προφανή!‒ που προσκαλούν με σιγουριά στη Βασιλεία του Θεού πάντοτε τους ανθρώπους.
Ας σπεύσουμε λοιπόν ‒εμπρός!‒ με ζήλο να φυλάγουμε τις εντολές που έχουμε, ό,τι ο Χριστός μάς είπε.
Ελεύθερα στη αγορά πουλιέται αυτό το έλαιο κι όποιος το θέλει, παίρνει.
Και ποιοι είναι αυτοί που του πουλάν; Είναι οι αναγκεμένοι που από εμάς χρειάζονται κάποια ελεημοσύνη.
Κάθε ημέρα είναι εκεί, εκεί και περιμένουν. Γιατί αμελούμε, το λοιπόν;
Ακόμα και με δυο λεπτά στα σίγουρα κι εσύ μπορείς κάτι να αγοράσεις!
Όσα έχει περισσότερα ας δώσει ο καθένας κι ας αποκτήσει όσο μπορεί.
Γιατί μας παρακολουθεί ο Κτίστης των απάντων και ξέρει ποια είναι καθενός τα μέτρα κι οι δυνάμεις του·
κι έτσι παρέχει τελικά
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
κθ’. Του Θεού η εντολή δεν είναι ασήκωτη, παιδιά, δεν είναι καν βαριά. Γιατί, δεν σου ζητάει
να δώσεις ό,τι δεν μπορείς, πάνω από τις δυνάμεις σου, αλλά ζητάει, κυρίως, να δείξεις την προαίρεση που έχεις να ελεήσεις.
Δύο μονάχα οβολούς είναι όλο κι όλο το ποσό που έχεις στην κατοχή σου και άλλο σε αυτή τη γη τίποτα δεν σου ανήκει;
Κι αυτό το λίγο με χαρά στα σίγουρα θα το δεχτεί από σένα ο Δεσπότης που είναι Πολυεύσπλαχνος·
και μάλιστα, σε εκτιμά πιότερο κι από εκείνον που έδωσε περισσότερα.
Δεν έχεις να προσφέρεις ούτε έστω έναν οβολό;
Ένα ποτήρι κρύο νερό δώσε σ’ αυτόν που σου ζητά και μη στενοχωριέσαι.
Κι αυτό το δέχεται ο Χριστός με κάθε ευχαρίστηση
και θα σου δώσει σίγουρα
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
λ’. Αν πάρει κατιτί μικρό από σένα ο Σωτήρας, σου δίνει ως αντίδωρο μεγάλα και σπουδαία. Γιατί, αντί για πρόσκαιρα αυτό που σου δωρίζει είναι τα αιώνια αγαθά και την απόλαυσή τους.
Ψωμί είναι που έδωσες; Ένα μικρό κομμάτι; Θα λάβεις από Εκείνον, αντάλλαγμα για το ψωμί, του Παραδείσου την τρυφή.
Η φτώχεια κι η ανέχεια ποτέ δεν θα σε βλάψουν, αν υπομείνεις όσα Αυτός ζητάει από σένα.
Έλεγχο δεν θα υποστείς, δεν σου ζητάει λογαριασμό κανένας, μη φοβάσαι. Γι’ αυτό, να μην αποζητάς του κόσμου αυτού τα πρόσκαιρα.
Έτσι κι ο πιο ουτιδανός συγχώρεση λαμβάνει,
ενώ όσοι είναι ισχυροί θα υποστούνε έλεγχο αντίστοιχο της δύναμης που είχανε στον κόσμο.
Καλόβολος κι ευγνώμων ‒αν είσαι‒ τότε θα τον βρεις το δρόμο που πηγαίνει στη Βασιλεία των ουρανών
και θ’ αποκτήσεις τότε
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
λα’. Συγχώρα με, συγχώρα με Σωτήρα, που από εμένα πιο αξιοκατάκριτος άνθρωπος δεν υπάρχει.
Γιατί όσα λέω στο λαό κι όσα τον συμβουλεύω, ο ίδιος δεν τ’ ακολουθώ, ο ίδιος δεν τα κάνω.
Γι’ αυτό πέφτω στα πόδια Σου· δώσε μας σε παρακαλώ Σωτήρα την κατάνυξη, σ’ εμέ και σ’ όσους με ακούν,
ώστε τις εντολές σου όλες να τις φυλάξουμε μέσα στη βιωτή μας
και από τον Νυμφώνα Σου μην μείνουμε απ’ έξω, θρηνώντας και κραυγάζοντας από απελπισία.
Ελέησέ μας, Κύριε· δείξε την ευσπλαχνία Σου,
Εσύ που πάντα επιθυμείς όλοι μας να σωθούμε.
Σωτήρα, κάλεσέ μας όλους στη Βασιλεία Σου,
ώστε να πάρουμε κι εμείς
το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
















