«’Πάρθεν η Ρωμανία». Ένα από τα πιο εμβληματικά ποντιακά τραγούδια είναι ένας θρήνος τόσο για την Άλωση της Πόλης το 1453, όσο και για την κατάλυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας οκτώ χρόνια αργότερα. Σε ρυθμό διπάτ’, περιγράφει γενικότερα την άλωση του ελληνισμού από τους Οθωμανούς Τούρκους.
«Για τον ποντιακό λαό τα δύο τούτα θλιβερά γεγονότα αποτελούν μια εθνική συμφορά», γράφει ο Στάθης Ευσταθιάδης στο έργο του Τα τραγούδια του ποντιακού λαού.
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν, εβγαίν’ από την Πόλιν,
ουδέ ’ς σ’ αμπέλια ’κόνεψεν, ουδέ ’ς σα περιβόλια,
επήγεν και ν’ εκόνεψεν ’ς σ’ Αγια-Σοφιάς την Πόρταν.
Έδειξεν τ’ έναν το φτερόν, ’ς σο αίμαν βουτεμένον.
Και ’ς σ’ άλλο το φτερόν αθε, χαρτίν βαστά γραμμένον.
Ατό κανείς ’κί αναγνώθ’, κανείς ξέρει ντο λέγει,
μηδέ κι ο Πατριάρχης μου με όλους τους παπάδες.
Κι έναν παιδίν, καλόν παιδίν, πάει και αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθει, σίτια κλαίει, σίτια κρούει την καρδίαν:
— Ν’ αηλί εμάς και βάι εμάς, ’πάρθεν η Ρωμανία!
Επαίραν το Βασιλοσκάμ’ κι ελλάεν Αφεντία.
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μαναστήρια
κι Αϊ-Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπισκάται.
— Μη κλαις, μη κλαις Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι.
Η Ρωμανία αν ’πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο…
Η αναφορά στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο από την Αντιόχεια, η μνήμη του οποίου εορτάζεται στις 13 Νοεμβρίου, τυχαία δεν είναι. Ο μεγάλος πατέρας της Εκκλησίας, που δεν δίστασε να τα βάλει ακόμα και με το παλάτι, που πέθανε από τις κακουχίες στο δρόμο για την εξορία στα Κόμανα του Πόντου, ήταν πολύ αγαπητός στους Έλληνες.
Γι’ αυτό και όταν έφτασε η είδηση της Άλωσης, τον φαντάστηκαν όχι μόνο να κλαίει, αλλά να σπαράζει δέρνοντας τα στήθη του. Όμως εκείνοι τον παρηγορούν, και του υπόσχονται πως η Ρωμανία δεν χάθηκε – θα ξαναγεννηθεί, ακόμα καλύτερη.
Σύμφωνα με την Έλσα Γαλανίδου-Μπαλφούσια, οι κάτοικοι του χωριού Χόψα της Χαλδίας ζητούσαν τη βοήθεια του Αγίου Ιωάννη του Χρυσόστομου για να βρουν κάποιο χαμένο από το κοπάδι τους ζώο. Η σχετική επίκληση ήταν έμμετρη, για το «δέσιμον του λύκου» – πηγή της φιλόλογου και λαογράφου ο Αγαθάγγελος Τσαούσης. Στο έργο του Λαογραφικά χωρίου Χόψα περιλαμβάνεται το εξής:

















