Τα λαϊκά μας τραγούδια του Πόντου βγήκαν μέσ’ απ’ την ψυχή του λαού μας, αυτού που έζησε τις μαύρες μέρες της σκλαβιάς. Οι πατέρες μας μέσ’ στους απόκρημνους βράχους και στα σύσκια δάση του Πόντου, εκεί όπου δεν έφτανε το μάτι του εχθρού, ψάλλανε με συγκίνηση τα λαϊκά μας τραγούδια και τα εθνικά μας μοιρολόγια που τους άναβαν το αίμα και τους ανέβαζαν σε σφαίρες υψηλών ιδανικών.
Ποιος από μας άκουσε τους πατέρες μας στον Πόντο να τραγουδήσουν εθνικά μοιρολόγια και δεν τους είδε να τρίζουν τα δόντια τους από εθνική αγανάκτηση;
Τα εθνικά μοιρολόγια του Πόντου τραγουδήθηκαν από τους ορεσίβιους Έλληνας και μάλιστα τους Σανταίους.
Είναι αφάνταστος ο καημός και ασύλληπτος ο πόνος, με τους οποίους τραγουδούσαν οι αριμάνιοι αυτοί πατέρες μας τα εθνικά μας αυτά μοιρολόγια, που είναι τα καλύτερα λαϊκά μας τραγούδια. Αυτά διακρίνονται για την παθητικότητα του μέλους τους, όπως πολλά κλέφτικα τραγούδια του εδώ.
Πολλοί διανοούμενοί μας κατακρίνουν την παθητικότητα αυτή και δεν παίρνουν υπ’ όψιν ότι δεν μπορούσαν νάχουν διαφορετικό μέλος τα ζωντανά μας αυτά εθνικά κειμήλια, μέσ’ στα οποία περικλείεται η ιστορική και μαρτυρική ζωή του έθνους μας. Επίσης δεν παίρνουν υπ΄όψιν ότι είναι ανάγκη να περισωθούν τα κειμήλια αυτά για να μας συγκινήσουν, να μας φρονηματίσουν, να μας ενώσουν, να μας μεταμορφώσουν σε ανθρώπους του καθήκοντος, σε υπερανθρώπους, σε υπερέλληνας.
Δεν μπορεί κανείς να περιγράψη τον ρόλο που έπαιξαν τα εθνικά μας αυτά κειμήλια στην στερέωση του εθνικού και θρησκευτικού φρονήματος επάνω στη συνείδηση των υπερανθρώπων προγόνων μας.
Εκεί στις ράχες των αψηλών βουνών μας, στους λόγγους και στα φαράγγια της Σάντας και του άλλου Πόντου, όπου οι πατέρες μας τραγουδούσαν τα εθνικά μας μοιρολόγια και έθαβαν με δάκρυα τα αδικοσκοτωμένα από τους Τούρκους παιδιά τους, υψώνανε τις γροθιές τους απειλητικά και ωρκίζονταν αιώνια εκδίκηση ενάντια στον πιο φοβερό δυνάστη που γνώρισε ο κόσμος! Και τον όρκο τους αυτόν τον τήρησαν οι Σανταίοι και μερικοί άλλοι Πόντιοι με ευλάβεια θρησκευτική και στα παλαιά και στα τελευταία χρόνια.
Οι στίχοι των περισσοτέρων λαϊκών τραγουδιών του Πόντου δεν βγαίνανε από την πέννα ιδιαιτέρων συνθετών, μα βγαίνανε απ’ τα βάθη της ψυχής κάθε δυναστευόμενου Έλληνα, που εύρισκε μακρυά από τα βέβηλα μάτια του Τούρκου την ευκαιρία να διαλαλήση το μολυβένιο πένθος του λαού του για την εθνική του κατάντια. Και παραδείγματα έχομε 1) το ιδιαίτερο μοιρολόγι του Πόντου, όπου βλέπομε τους πατέρες μας να κλαιν για τα χαμένα μεγαλεία του Πόντου και 2) το τραγούδι «ο Γιάννες ο Μονόγιαννες» όπου βλέπομε αλληγορικά τον δυναστευόμενο Έλληνα να λιβανίζη τον Δράκο (Τούρκο) και να εκλιπαρή το έλεός του. Σε τέτοια τραγούδια επικρατούσε όπως είπαμε το πλέον παθητικό και συγκινητικό μέλος, που ήταν ανάλογο με τις μαύρες συνθήκες της ζωής του πολυβασανισμένου λαού μας.
Εκτός από τα εθνικά μας μοιρολόγια είχαμε και τα Ακριτικά μας τραγούδια, τα οποία ενθουσίαζαν τα πλήθη. Τα Ακριτικά μας τραγούδια επιδρούσαν στην συνείδηση του λαού μας διαφορετικά από τα εθνικά μας μοιρολόγια. Τα Ακριτικά μας τραγούδια χαλύβδωναν την ψυχή του Έλληνα τραγουδιστή, τον φανάτιζαν εναντίον των εχθρών του Έθνους, του έδιναν την συναίσθηση της υπεροχής του ως Έλληνος επί των γύρω του βαρβάρων λαών, και του ώπλιζαν την ψυχή και το σώμα εναντίον του τυράννου.
Τα μουσικά μας όργανα, η λύρα, τ’ αγγείον, η ζουρνά και το ταούλ έδιναν σάρκα και οστά στα λαϊκά μας τραγούδια. Πόσες φορές έτυχε να ιδούμε να ηλεκτρισθούν τα πλήθη από τα τραγούδια μας που συνοδεύονταν απ’ την αθάνατη λύρα μας!
Η λύρα μας αυτή έχει και το ανέκδοτό της: Ότε οι Τούρκοι ανακατέλαβαν την Τραπεζούντα το 1918, πολλές οικογένειες Τραπεζουντίων έφυγαν στο Νοβορωσίσκ και σε άλλες πόλεις της Κριμαίας και του Καυκάσου. Λίγες εβδομάδες ύστερα από την εγκατάστασή τους στο Νοβορωσίσκ οι πρόσφυγες αυτοί έτυχε σε μια συγκέντρωσή τους να ευθυμήσουν, και κάλεσαν έναν Τραπεζούντιον λυράρη να παίξη τη λύρα του και να τραγουδήση. Άρχισε δεν άρχισε ο λυράρης και πολλές κυρίες λιποθύμησαν απ’ τη μεγάλη τους συγκίνηση και νοσταλγία.
Και έτσι είναι.
Τα λαϊκά μας τραγούδια, τα εθνικά μας μοιρολόγια, τα μουσικά μας όργανα και εν γένει η λαϊκή μας μουσική μας ενθουσιάζουν, μας φλογίζουν τα εσωτερικά, μας συγκινούν, μας κλονίζουν, εξάπτουν την φαντασία μας, καίουν, πυρπολούν το σύμπαν.
Ο ακροατής και αυτός ακόμη ο τραγουδιστής λησμονούν τη θέση τους, αφαιρούνται. Ευρέθην εις παρομοίας σκηνάς, και δεν ήξερα πώς να εξηγήσω το πράγμα. Ομολογώ ότι αι δυνάμεις μου είναι ανεπαρκείς για την έρευνα ενός τοιούτου ψυχολογικού φαινομένου, ενός τοιούτου μυστηρίου.
Μιλτιάδης Νυμφόπουλος