Τον γάμο μας τον ορίσαμε 14 Ιουλίου το 1974, μια μέρα πριν το πραξικόπημα. Ήταν ο τελευταίος γάμος της Άσσιας.
Θυμάμαι… έτσι που μου έλεγε συνέχεια ο κόσμος «πολλά ωραίο το σπίτι σου», «πολλά ωραίο το φόρεμά σου», «πολλά ωραίο τέτοιο», έλεγα μέσα μου μα κάτι, κάτι δεν πάει καλά, κάτι δεν πάει καλά. Γιατί νιώθω τόσο… αυτός ο ενθουσιασμός δεν μου αρέσει έλεγα. Κάτι ένιωθα, μέσα μου.
Η επόμενη μέρα του γάμου μας ήταν μία τραγωδία.
Ξύπνησα το πρωί –ήταν η μόνη νύχτα που κοιμηθήκαμε με τον άντρα μου, μετά πήγε στρατιώτης. Ξύπνησα το πρωί, βάζω το ράδιο, ακούω «σκότωσαν τον Μακάριο, Πραξικόπημα». Εν τω μεταξύ ήρθαν συγγενείς και άλλοι, να μαγειρέψουν, γιατί για τη Δευτέρα του γάμου κάναμε [τραπέζι] για τους συγγενείς και τους κουμπάρους. Ο παπάς μου τους λέει «δεν θα κάνετε τίποτα, θα τα πετάξουμε όλα». Τα ανήψια μου εκαλέσαν τα και επήαν στρατό, οι δύο μου ξάδερφοι, ο ένας είναι αγνοούμενος, σκοτωμένος. Ο παπάς μου εν εδέχτηκεν να κάνουμε τίποτα, τα πετάξαμε όλα, θυμάμαι. Και σταματήσαμε.. και πλέον εξεκίνησεν η τραγωδία…
Επήα στη μάμα μου και στον παπά μου να μείνω, εν με αφήναν μόνη μου. Στριφογύριζα στο σπίτι κάθε μέρα, πήγαινα και στο σπίτι μου, αλλά ένιωθα λύπη. Λύπη, λύπη, μέσα μου πόνο. Δεν ξέρω. Ένιωθα εκείνη τη λύπη. Το ένιωθα, η προαίσθησή μου. Δεν ένιωθα χαρά για το σπίτι μου, έμπαινα μες στο σπίτι και έλεγα και της ξαδέρφης μου, της Μαργαρίτας και της Δέσπως «δεν νιώθω χαρά, νιώθω λύπη».
Δεν το πιστεύανε όταν τους το έλεγα. Κι όμως, έγινε.
Μαρούλλα Κούππα