Τα σχολεία έκλειναν και ουδείς μπορούσε να κρατήσει τους Κοτυωρίτες στα σπίτια τους. Πλούσιοι ή φτωχοί σημασία δεν είχε καθώς όλοι έκαναν διακοπές μεγάλης διάρκειας. Ο Ξενοφών Άκογλου, γνωστός ως Ξένος Ξενίτας, στη στήλη του «Λαογραφικά των Κοτυώρων» στο μηνιαίο περιοδικό Ποντιακά Φύλλα, είχε περιγράψει με λεπτομέρειες όλα όσα θυμόταν για το παραθέρισμα, το 1938.
Έλληνες, Αρμένιοι και Τούρκοι προτιμούσαν διαφορετικά μέρη για να κάνουν τις διακοπές τους, ωστόσο το θέρετρο του Τσάμπασιν ήταν το πιο δημοφιλές.
Λιγότεροι ήταν εκείνοι που πήγαιναν διακοπές σην Πόστεπεν ή σην Χατζάμαν…
≈
Οι Κοτυωρίτες σ’ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής των, ήσαν μάλλον απλοί και στη δίαιτα μάλλον λιτοί. Εν τούτοις το παραθέρισμα και στους μη εύπορους ακόμα αποτελούσε μίαν αναγκαιότητα. Σ’ αυτό συντελούσε, βέβαια, και το κάπως νοσηρό κλίμα του τόπου, αλλά και το γεγονός ότι η απόσπασή τους από το βουνό κ’ η εγκατάστασή τους στα Κοτύωρα δεν αριθμούσε πολλά χρόνια.
Τόποι για παράθερισμα
Όλοι σχεδόν για τόπο παραθερισμού –Γεϊλέν– είχανε το Τσάμπαση (45 χλμ. περίπου Νοτίως από το Κοτύωρα, με απόλυτο ύψος 2.000 μ. περίπου). Ορισμένες οικογένειες μόνο πήγαιναν στον Ποζ-Τεπέ –σην Πόστεπεν– (2 χλμ. περίπου δυτικά από τα Κοτύωρα), στο Τεπέ-Κιοϊ (10χλμ Ν.Α) στο Κιόλ-Κιοϊ (Χατζάμανα 40 περίπου χλμ Ν.Δ) και αλλού, όπου κυρίως είχανε συγγενείς ή κτήματα.
Πολύ λίγοι Τούρκοι πήγαιναν για παραθέρισμα στο Τσάμπαση, καθώς και αντιπροσωπείες από τις διοικητικές και αστυνομικές αρχές.
Οι Αρμένηδες πήγαιναν κυρίως στον Πόζ-Τεπε, όπου κοντά σε μεγάλη συστάδα από ψηλά δέντρα –αγριοφυστικιές κυρίως– είχαν ιδιαίτερο δικό τους συνοικισμό με σπίτια εξοχικά. Μέσα εκεί στη συστάδα των δένδρων ήτανε και το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου.
Ετοιμασία για αναχώρηση
Μερικές εβδομάδες νωρίτερα ετοιμαζότανε κάθε οικογένεια, και την τελευταία βάζανε μπουγάδα.
Η ομαδική αναχώρησις γινότανε κυρίως μετά τας 15 Ιουνίου (π.η), που τότε έκλειναν και τα σχολεία κ’ ήταν ελεύθερα τα παιδιά ν’ ακολουθήσουν τις οικογένειές του.
Για μεταφορικά μέσα χρησιμοποιούσαν κυρίως μουλάρια και άλογα –είτε με σαμάρια είτε με σέλλες.
Από την προηγούμενη μέρα ή και πρωτήτερα συμφωνούσαν τ’ αγώγι και δίναν και καπάρο –εδέκαμε καπάρον ή πεχ. Οι αγωγιάτες, Τούρκοι χωρικοί από χωριά ενδιάμεσα των Κοτυώρων και Τσάμπαση, ήξεραν την εποχή και κατέβαιναν με τα υποζύγιά τους, γυρίζοντας είτε στην αγορά, είτε στις συνοικίες είτε και περιμένοντας στα χάνια για πελάτες. Την προηγούμενη νύχτα –της παραμονής για την αναχώρηση– μένανε συνήθως κοντά στο σπίτι στο ύπαιθρο, σε καμμιάν αυλή, και πρωί-πρωί με τα χαράματα, αφού πότιζαν και τάγιζαν τα ζώα τους, φόρτωναν και ξεκινούσαν. Σε ορισμένα μουλάρια φορρώνανε τα μεγάλα δέματα με τα στρώματα –τα μαφράσια– ένα σε κάθε μεριά. Απάνω και στη μέση μπορούσε να καθήσει κανείς μικρός ή μεγάλος, ανάλογα με το βάρος του φορτίου, του αναβάτη και με την αντοχή του ζώου.
Σε μουλάρια φορτωμένα, ελαφρά, είχαν και απο τις δυο μεριές καλάθια μεγάλα –μπουγαδοκόφινα– ή κάσες ξύλινες –σουντούκια– όπου μέσα βάζαν τα παιδιά. Από πάνω φκιάναν με βέργες και άσπρα πανιά κατάλληλη τέντα για να τα προφυλάγει από τον ήλιο. Εκεί μέσα μπορούσαν να κοιμούνται και στον δρόμο άνετα. Απάνω, ανάμεσα στις καλάθες ή στις κάσσες, καθόταν κάποια ή κάποιος, για νάχουν το νου τους στα παιδιά κατά τη διαδρομή και προπαντός από τα επικίνδυνα σημεία του δρόμου, που δεν ήταν λίγα.
Σε άλογα με σέλλες καβαλούσαν κυρίως οι άντρες ή και γυναίκες των ευπόρων οικογενειών.
Οι ενήλικοι άντρες και τα μεγάλα παιδιά των όχι ευπόρων οικογενειών και κάποτε γυναίκες και κορίτσια πήγαινα πεζοί –πορπατευτά.
Το σύνολο των μεταγωγικών μιας οικογένειας όπως ήταν έτοιμα να ξεκινήσουν λεγότανε κέτσ’ –τα κέτσια. Για κείνον που πήγαινε στο Τσάμπαση χωρίς οικογένεια λέγανε ποϊτάχ’ ς επήεν.
Ξεκίνημα
Το ξεκίνημα από την πόλη έπαιρνε μια πανηγυρική μορφή και όψη. Όλα σχεδόν τα ζώα είχανε στο λαιμό τους κουδούνια, που προχωρόντας κουδούνιζαν χαρμόσυνα, σκορπόντας παντού την ευθυμία με χίλια δυο απροσδιόριστα ευάρεστα συναισθήματα. Ώσπου να βγουν από την πόλη ξεσήκωναν όλους τους γνωστούς –και ήταν όλοι σχεδόν γνωστοί σ’ όλους– από τα σπίτια που ήτανε στο δρόμο και χάλαε ο Θεός τον κόσμο με τις αποχαιρετιστήριες φωνές και τις ευχές: Άρ’ έχετ’ ύαν!
-Σο καλόν με την ύαν, σο καλόν, σο καλόν…
Οι γυναίκες συνήθως δεν καβαλούσαν από το σπίτι, αλλά διασχίζανε την πόλη πεζή, χαιρετώντας με χειραψίες και φιλήματα –σταυρωτά– όλες τις συγγενείς και στενές φίλες.
Λίγο έξω από την πόλη στο δημόσιο δρόμο –σο καινούρ’ ή σο βασιλικόν την στράταν– ήταν μια μεγάλη πέτρα σε κανονικό σχήμα με λεία την απάνω επιφάνεια –το πινέκ-τασούν– λ.τ. πέτρα για καβάλα. Αυτήν την πέτρα χρησιμοποιούσαν για να καβαλήσουν εύκολα κυρίως οι γυναίκες και στα φορτωμένα ζώα. Στο σημείο αυτό συνήθως περίμεναν και μαζευόντανε τα κέτσια και ξεκινούσαν ανά δύο, τρία ή και περισσότερα μαζί.
Επίσης εκεί πήγαιναν από νωρίς τα παιδιά για να τους δίνουν όσοι έφευγαν: τα σελεμετλίκια=λ.τ. τις μπενετάδες. Τα σελεμετλίκια οι άνδρες κ’ οι γυναίκες τα ξεπλήρωναν στου ομήλικούς τους κυρίως με κεράσματα πριν λίγες μέρες ή την παραμονή! Πάντως όσοι απολάβαιναν οπωσδήποτε τις μπενετάδες, ήσαν υποχρεωμένοι να πάνε για ξεπροβόδισμα –σην παρέβγαν– τουλάχιστον ως το πινέκ-τάσουν. Στα παλιότερα χρόνια στο σημείο αυτό μαζευόντανε από πολύ νωρίς το πρωί οι λυράρηδες των Κοτυώρων, που κλασικός τους τύπος ήταν οι Κωφόν ο Λυριτζής. Μόλις ζύγωνε κάθε κέτσ’ άρχιζαν διάφορους σκοπούς και ιδιαίτερα τ’ αχπαστικόν (=του ξεκινήματος), που έδιναν έτσι πανηγυρικότερη όψη στην όλη πομπή των παραθεριστών. Οι τελευταίοι δίνανε τους λυράρηδες χρηματικό φιλοδώρημα.
Διανυκτέρευση στο δρόμο
Τα κέτσια την απόσταση Κοτύωρα-Τσάμπαση την έκαναν κανονικά σε μιάμιση μέρα.
Ανάλογα με την ώρα που ξεκινούσαν και τις καιρικές συνθήκες διανυκτέρευαν ή ση Σουτσμέζ το χάν’ ή στο Πουατζάχ ή στο Χάνγερη ή στην Τουρναλού όπου υπήρχαν καταλύματα (χάνια=πανδοχεία) και για τα ζώα.
Κατά την ομαδική διανυκτέρευση όλη σχεδόν την νύχτα άναβαν φωτιές και λέγαν παραμύθια και κάνανε διάφορα παιγνίδια και φάρσες που άφηναν ζωηρότατες εντυπώσεις. Οι Τούρκοι των ολόγυρα χωριών το ξέρανε και φέρναν εκεί διάφορα τρόφιμα: πουλερικά, βούτυρα τυριά και προπαντός την περίφημη τετράπαχη πρόβια γιαούρτι και ιδιαίτερα της Τουρναλούς που: απέσ’ σο κοβλάκ, με το μαχαίρ’ εκόφκουντουν τ’ ευλογημένον (κοβλάκ=ειδικό ξύλινο δοχείο για γιαούρτη ή βούτυρο).
Η ζωή στο Τσάμπαση
Η ζωή στο Τσάμπαση ήτανε κάτι ανώτερο από κάθε περιγραφή.
Κατακάθαρα, κρυσταλλένια, τρεχούμενα χωνευτικότατα νερά παντού. Πεύκα κ’ έλατα και πράσινο παντού. Ξηρό υγιεινότατο κλίμα. Η σχετική οικονομική ευεξία σχεδόν όλων, με τη φτήνια της ζωής και με την αφθονία των εκλεκτών αγαθών της ορεινής εκείνης περιοχής της Λαγγεμένης Ανατολής, εξασφάλιζε σ’ όλους τα μέσα ν’ απολαβαίνουν και να χαίρονται τη ζωή.
Εκδρομές οικογενειακές την Κυριακή αλλά και τις καθημερινές σε θαυμάσια τοπία: Την Πεδιάδα, το Τσαμλούκ, το Πασά-πογαρουν, το Θυμιά-πογαρουν, το Ολούκ-πογαρούν όπου ήταν της Ρουσσίας το λιθάρ’ κι’ από κει βλέπανε τη θάλασσα (υψοδείκτης 2080 του Σεΐτ-τεπέ, 5 χλμ. περίπου ΒΑ από το Τσάμπαση).
Οι εκδρομές σε γειτονικά ή και σε λιγάκι μακρινά χωριά της περιοχής για τις γιορτές και τα πανηγύρια των εκκλησίων τους που γιόρταζαν είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Σ’ όλες τις εκδρομές αυτές και τα πανηγύρια πηγαίναν συνήθως και μουσικές –ταούλια, ζουρνάδες, γκάιδες, λύρες κ.τλ. –γινόντανε γλέντια τρικούβερτα με αρνιά ψητά στο φούρνο –κουζία– με εκλεκτά αρμυρά ψάρια ή χαμψία και τα χίλια καλά.
Οι άντρες σχεδόν κάθε μέρα στην αγορά φκιάνανε στους φούρνους τα περίφημα γιαγλία[1], τα κουβέτζια κ.τλ.
Και κοντά σ’ όλ’ αυτά, ο ύπνος πάντα μονοκόμματος με παπλώματα, χωρίς κοριούς, κουνούπια, ή άλλα έντομα και ζωύφια.
Είν’ αλήθεια πως οι Κοτυωρίτες γενικά ήταν λιτοδίαιτοι. Και αποτελεί ίσως περίεργο φαινόμενο, πως σ’ όλο το διάστημα της διαμονής τους στο Τσάμπαση φρόντιζαν για την καλύτερη διατροφή τους, δείχνοντας μεγάλην εκλεκτικότητα στα είδη των τροφίμων.
Τα παιδιά στην εξοχή
Η ζωή των παιδιών στο Τσάμπαση ήταν όλο χαρά. Εκτός τα διάφορα παιγνίδια –και ιδιαίτερα την τσάλκτικαν[2]– είχαν και τα μπάνια στο Γαζέν κιλην (ποταμάκι 2 χλμ. περίπου Ν. του Τσάμπαση), όπου πήγαιναν ταχτικά και λουζόντανε.
Στις διάφορες καθημερινές τους σχεδόν εκδρομές είχαν την ιδιαίτερη ευχαρίστησε να μαζεύουν τα τσιτσίλια (μαστίχη από είδος ελάτου), κουκουβάκια (=μανιτάρια) προπαντός ύστερα από βροχές, τσιλέκια[3] (=αρκτοστάφυλος) και μουμουδάκια (=σμέουρα-fraboise).
Αξέχαστες επίσης εντυπώσεις και αναμνήσεις άφηναν οι καθημερινές εκδρομές στα γειτονικά χωριά, οι περιπέτειες με τα σκυλιά των χωρικών (τη Γαράπανατα τα σκυλία), οι περιπλανήσεις στα δάση και στους δρόμους ύστερα από ξαφνική ομίχλη –δείσα– που ταχτικά πλάκωνε κ.τλ.
Επιστροφή
Στο Τσάμπαση μένανε κυρίως τρεις μήνες: από τις 15 Ιουνίου ως τις 15 του Σεπτέμβρη. Αρκετοί κατέβαιναν νωρίτερα, στις αρχές Αυγούστου, για τα φουντούκια. Η ομαδική επιστροφή άρχιζε κυρίως στις αρχές του Σεπτέμβρη. Ο ίδιος τρόπος για το νοίκιασμα των μεταγωγικών, ο ίδιος για το φόρτωμα και για το ξεκίνημα. Οι ίδιες διασκεδάσεις στα ίδια χάνια, όπου τυχόν διανυκτέρευαν. Το ξεκίνημα από το Τσάμπαση γινότανε ημέρα Δευτέρα και κυρίως Τρίτη.
Όσοι είχανε μείνει στα Κοτύωρα το ξέραν και πήγαιναν τις ορισμένες ώρες στην προϋπάντησή τους ως πέρα κι’ από το πινέκ-τασουν –επαίναν σην γαρσούν-ατούν (γαρσούν=λ.τ. κυρίως καρσού=αντίκρυ).
Όλοι γενικά ήταν καλοθρεμμένοι και ροδοκόκκινοι· τους λέγαν γεϊλετζήδες. Γι’ αυτό και για τους εύρωστους και πολύ υγιείς γενικά έλεγαν: Άμον γεϊλετζής έν’, να μη ουματιάεται.
Τα παιδιά φέρνανε στους φίλους τους τσιτσίλια μέσα σε σακκούλες μικρές, κ’ εκείνοι τους είχαν φυλαγμένα ρόδια, κυδώνια, φουντούκια ή καντσία (ψύχα από φουντούκια) σε σακκουλάκια.
Οι γυναίκες εκτός αυτά φέρνανε στις φίλες τους και γεϊλεγί ψωμία ή κωλόθια.
Τον χειμώνα τα σπίτια του Τσάμπαση μένανε κλειστά.
Τα φύλαγε ένας φύλακας που διόριζε η Διοικητική αρχή. Σπανιότατη ήταν η περίπτωση να παραβιαστεί η πόρτα κανενός σπιτιού. Ας σημειωθεί ότι μερικοί συνηθούσαν να κρύβουν μέσα στα σπίτια τους διάφορα αντικείμενα παραχώνοντάς τα στη γη καθώς και φαγώσιμα, που τα βρίσκανε στην επιστροφή.
Ξ. Ξενίτας