«Την ειρήνην αυτή θα την καταπιούμε όπως παίρνουμε το ρετσινόλαδο»
Ελευθέριος Βενιζέλος
≤
Με τη Μεγάλη Ιδέα της εθνικής ολοκλήρωσης να έχει καταρρεύσει με τρόπο επίπονο, όχι μόνο λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής, αλλά και λόγω της Γενοκτονίας των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής και της Ανατολικής Θράκης, στις 24 Ιουλίου του 1923 υπογράφηκε η Συνθήκη της Λοζάνης, η τελευταία από τους διακανονισμούς που ακολούθησαν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Καθώς η Συνθήκη των Σεβρών είχε ακυρωθεί από τα γεγονότα του 1922, στη Λοζάνη της Ελβετίας επισφραγίστηκε το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά από επαναδιαπραγμάτευση των Συμμάχων με τους αντιπροσώπους της κεμαλικής Τουρκίας.
Το κείμενο όρισε τα σύνορα του νέου τουρκικού κράτους, επικύρωσε το διαχωρισμό των νέων κρατών της Μέσης Ανατολής που ανεξαρτητοποιήθηκαν και διασφάλισε τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή.
Η Ελλάδα κράτησε μόνο τη Δυτική Θράκη απ’ όσα οθωμανικά εδάφη είχε κερδίσει στις Σέβρες. Καθοριστική ήταν η απόφαση για υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ των δύο κρατών.
Η Ανταλλαγή ήταν μια επώδυνη συμφωνία χωρίς προηγούμενο στην Ιστορία, η οποία άλλαξε τις ισορροπίες στις δυο πλευρές του Αιγαίου.
Ας πάμε στο Προκόπι της Καππαδοκίας το 1923, στη Λοζάνη της Ελβετίας την ίδια χρονιά και στη Σινασό της Καππαδοκίας το 1924· οι μαρτυρίες του Ευστάθιου Χατζηευθυμιάδη και του Κωστή Ρίζου, καθώς η και επιστολή του στρατηγού Αλέξανδρου Μαζαράκη-Αινιάν, στρατιωτικού τεχνικού συμβούλου της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Συνδιάσκεψη της Λοζάνης, δίνουν το κλίμα της εποχής.
Προκόπι, 1923¹
Έξι μήνες πιο μπροστά είχαμε μάθει ότι θα γίνει Mübadele (ανταλλαγή). Διαβάζαμε πολίτικες εφημερίδες στο Προκόπι την Πρόοδο, τον Νεολόγο. Απ’ αυτές το είχαμε πληροφορηθεί. […]
Ο απλός λαός δεν πίστευε ότι θα γίνει Ανταλλαγή. Έλεγε ότι η Ρωσία δεν θ’ αφήσει να χαθεί ο χριστιανισμός της Ανατολής. Οι μορφωμένοι ήταν αμφίρροποι. Ορισμένοι πίστευαν ότι θα γίνει η Ανταλλαγή, γιατί άλλος τρόπος δεν υπήρχε· ο ελληνισμός της Ανατολής κινδύνευε.
Αλλά και οι Τούρκοι αν και εποφθαλμιούσαν τα χτήματά μας, δεν πίστευαν στην Ανταλλαγή. Έλεγαν ότι είναι σκληρό μέτρο… Πάντως ήταν πρωτοφανές γεγονός στην ιστορία των λαών η μετακίνηση τόσων ανθρώπων από μία χώρα στην άλλη.[…] Ο κόσμος έφευγε συνεχώς.
Εγώ, σαν μέλος της επιτροπής, έφυγα τελευταίος με την οικογένειά μου, γιατί είχα να φορτώσω τις αποσκευές του κοσμάκη. […] Ο κόσμος είχε φύγει πια. Άδειοι και έρημοι οι δρόμοι. Κλειστά τα σπίτια. Στα μπαλκόνια μόνο των άδειων σπιτιών ούρλιαζαν από την πείνα οι γάτες. […]
Να σου πω την αλήθεια, δεν αισθανθήκαμε και τόσον πόνο που φύγαμε. Οι σφαγές των Αρμενίων μας είχαν τρομάξει. Προτιμούσαμε να φάμε ξερό ψωμί και ελιές στην Ελλάδα παρά να μείνουμε στα χέρια των Τούρκων.
Τέλη Σεπτέμβρη δεν είχε μείνει κανείς χριστιανός στο χωριό. Η οικογένειά μας έφυγε τελευταία με δύο αυτοκίνητα. Καλώς έγινε η Ανταλλαγή. Στην Τουρκία δεν υπήρχε πια προκοπή.
Λοζάνη, 1923²
Η ανταλλαγή των πληθυσμών δεν είνε ελληνική εφεύρεσις, ούτε πρότασις· προέκυψεν εκ της διώξεως των Ελλήνων υπό των Τούρκων και της ρητής αυτών δηλώσεως ότι δεν θα επιτρέψουσι την επάνοδον αυτών, εις ην δήλωσιν ουδεμία υπήρχεν ούτε υπάρχει ελπίς ότι αι αδιαφορούσαι και σπεύδουσαι προς ειρήνην Μεγ. Δυνάμεις θα αντετάσσοντο.
Συνεπώς ετέθη προ ημών το ζήτημα: ή να ανεχθώμεν το τετελεσμένον γεγονός και αν έχωμεν εις την ράχιν εκατοντάδας χιλιάδων αστέγων προσφύγων και με χαμένας τας περιουσίας των, ή να ζητήσωμεν τουλάχιστον μερικόν αντάλλαγμα διά της απομακρύνσεως των εν Ελλάδι Μουσουλμάνων, ώστε εις τα κτήματα αυτών τα αστικά και τα αγροτικά να εγκατασταθούν πρόσφυγες και με αμοιβαία εκτίμησιν των περιουσιών υπό Μικτής Επιτροπής εις ην θα συμμετέχουν έχοντες την πλειοψηφίαν ουδέτεροι.
Σινασός, 1924³
Ήταν Αύγουστος του 1924 όταν έφτασε και σ’ εμάς το φοβερό μήνυμα της Ανταλλαγής. Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός απ’ άκρη σ’ άκρη, μόλις ήλθε στη δημογεροντία η διαταγή της τουρκικής κυβερνήσεως, που μιλούσε για τον ξεριζωμό μας.
Χωρίς καν να ερωτηθούμε, σαν να είμαστε αγέλες προβάτων. Ήταν ανήθικο, ήταν τραγικό να αφήσουμε έτσι να σκορπιστούν αιώνων κόποι, μόχθοι και αγώνες.
Να εγκαταλείψουμε τα σχολεία μας, τις εκκλησίες μας, τον πολιτισμό μας, τα κόκκαλα των προγόνων μας, τα όσια και τα ιερά μας εθνικά κειμήλια… Κι όμως, δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Μόνο αν ομαδικά άλλαζαν τη θρησκεία των πατέρων μας, τότε θα μπορούσαμε να μείνουμε. Αυτό όμως ήταν αδύνατο· ήταν αισχρό. Έτσι υποκύψαμε στην ειμαρμένη.
Οι κάτοικοι με βουρκωμένα μάτια τρέχουν στις εκκλησίες να βρουν εκεί παρηγοριά. Δεν μπορούν όμως να παρηγορηθούν, δεν μπορούν να πιστέψουν τη μεγάλη συμφορά που τους βρήκε. Ο πόνος μόνο λιγοστεύει κάπως, όταν σκέπτονται πως θα πάνε στη φτωχιά μας πατρίδα που μας καλεί κοντά της.
‘Κεί κάτω τα ελεύθερα αδέλφια μας, ματωμένα και καταστραμμένα κι αυτά απ’ τους πολέμους, μας περιμένουν να φτιάξουμε μια νέα πατρίδα. Και ποιος ξέρει; («Άδηλοι είναι αι βουλαί του Υψίστου».) Ίσως μια μέρα μπορέσουμε να διεκδικήσουμε πάλι τα δίκαιά μας.