Όταν ο Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων προχωρούσε στην ίδρυση της Επιτροπείας Εθνικών Δημοσιευμάτων, στις αρχές του 20ού αιώνα, προκειμένου να επιμεληθεί εκδόσεις σχετικές με τη μελέτη και την έρευνα τόπων όπου κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο, μάλλον δεν είχε συλλάβει το μέγεθος της υπηρεσίας που θα προσέφερε σε βάθος χρόνου στο ελληνικό έθνος.
Η Επιτροπείαν Εθνικών Δημοσιευμάτων, την 1η Φεβρουαρίου του 1919, πριν ακόμα αρχίσει για τα καλά η πιο σκληρή φάση της Γενοκτονίας, ανέθεσε στον γγ της Παντελή Μ. Κοντογιάννη να συγγράψει βιβλίο για τη Γεωγραφία της Μικράς Ασίας.
Το 467 σελίδων έργο με τίτλο Γεωγραφία της Μικράς Ασίας – Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος δημοσιεύτηκε το 1921 και ανατυπώθηκε το 1995.
Αναφερόμενος στο πόνημά του ο συγγραφέας υπογραμμίζει πως «δεν είναι πλήρες», ούτε και «αναμάρτητο». Στόχος του ήταν να ικανοποιήσει την αρχική δίψα όσων ήθελαν να γνωρίσουν την περιοχή. Ελπίδα του ήταν ότι «το βιβλίον θα δώση αφορμήν εις τους φιλοτίμους μάλιστα Μικρασιάτας να συμπληρώσουν και να εξακριβώσουν όσα γράφονται περί της ιδιαιτέρας πατρίδος των» κι αυτό αφενός για να μην υπολειπόμαστε εμείς οι Έλληνες από τους ξένους ερευνητές, αφέτερου για να μην αφήνουμε να διαιωνίζονται ανακριβείς πληροφορίες.
Από το έργο του Κοντογιάννη σταχυολογούμε αυτά που γράφει στις σελίδες 23-25, για κάποιους από τους ποταμούς και τους παραπόταμους στον Πόντο.
≈
Ο Άλυς (960 χλμ.) είναι ο μεγαλύτερος εκ των ποταμών της Μ. Ασίας. Οι Τούρκοι τον ονομάζουν Κιζίλ-Ιρμάκ, δηλαδή Ερυθρόν ποταμόν, καθ’ όσον τα ύδατά του είναι ερυθρωπά ή μάλλον έχουν χρώμα κίτρινον ζωηρόν, προερχόμενον από το χρώμα των γαιών, από τας οποίας τα δέχεται.
Ο Άλυς δεν είναι επίσημος μόνον εις την φυσικήν γεωγραφίαν της Μ. Ασίας. Είναι επίσημος ακόμη και διότι επί αιώνας εθεωρήθη και ως όριον πολιτικόν και ως όριον φυλετικόν.
Επί αιώνας εχώριζε την Δύσιν από την Ανατολήν. Μέχρι του Άλυος ετερματίζετο η επίδρασις και η περιοχή των ελληνικών φυλών, της ελληνικής τέχνης, πέραν δε αυτού ήρχιζεαν η των αραμαϊκών γλωσσών και της ασσυριακής τέχνης.
Τας πηγάς του έχει ο μέγας ούτος ποταμός εις τα υψηλά όρη τα μεταξύ της Σεβαστείας και του Ερζερούμ, ακριβέστερον δε εις το Κιοσέ-δαγ, βορειοδυτικόν κλάδον του Αντιταύρου, πλησίον της Ζάρας. Απ’ εδώ ο ρους του φέρεται προς τα ΔΝΔ. Προς την διεύθυνσιν ταύτην φέρεται επί πολύ χωρίς να κάμνη αξίους λόγου ελιγμούς. Πλησίον δε της Καισαρείας και της αξιολόγου πεδιάδος του Ουργγιούπ στρέφεται προς τα ΒΔ και ολίγον περαιτέρω κατ’ ευθείαν προς Β, έπειτα δε προς τα ΒΑ μέχρι της θαλάσσης, όπου χύνεται διά δύο στομίων, όπου δε σχηματίζει και Δέλτα, ευρύχωρον, χθαμαλόν και ιλυώδες. Έχει λοιπόν ρουν καμπύλον ομοιάζοντα προς άροτρον συρόμενον από ίππον, ρέει κατά το πλείστον επί του κεντρικού οροπεδίου και διέρχεται διά τριών μικρασιατικών χωρών, της Καππαδοκίας, της Γαλατίας και της Παφλαγονίας.
Κατά τον ρουν του ο Άλυς δέχεται πολλούς παραποτάμους. Από τα δεξιά μεν δέχεται τον Χαν σου και τον Δελιτζέτσαϊ, από τα αριστερά δε πολλούς. Εκ τούτων αναφέρομεν τον Μέλανα (Καρά-σου) ΒΔ της Καισαρείας, της οποίας την πεδιάδα αρδεύει, τον Σαρμουσακλί (ποταμός σκορόδων), τον ποταμόν των Σαρμούσων, ο οποίος όμως χύνεται εις τον Μέλανα και είναι του ποταμού τούτου κυρίως παραπόταμος, τον Δεβρέκ-τσαϊ, τον αρδεύοντα την Τόσιαν, τον Γκιόκ-Ιρμάκ, ο οποίος κατερχόμενος εκ των δυτικών υπωρειών του Ολγάσσυος και ονομαζόμενος Καρά-σου, διαρρέει την πεδιάδα της Κασταμονής.
Ο Λύκαστος (Μερδ-Ιρμάκ) πηγάζει από το Καρά-δαγ και χύνεται πλησίον της Αμισού διατρέχων έκτασιν 60 χμ. του βιλαετίου Τραπεζούντος.
Ο Ίρις (Γιεζίλ-Ιρμάκ 400 χμ) είναι πολλού λόγου άξιος ποταμός. Είναι δε ποταμός κατ’ εξοχήν του Πόντου. Σχηματίζεται εκ της συμβολής του Τοζανλί-σού, του έχοντος τας πηγάς του εις το Κιοσέ-δαγ, και εκ του Τσικρίκ-σού, του πηγάζοντος εκ των προς Δ. κλάδων του Ακ-δαγ. Ο Ίρις διέρχεται διά της Τοκάτης, της Αμασείας και του Τσαρσαμπά, μεγεθύνεται από τα ύδατα του Λύκου (Κελκίτ-τσαϊ ή Γερμιλί), τον οποίον δέχεται από τα δεξιά ως και του Δελή-τσαϊ. Εις τον Εύξεινον εκβάλλει 25 χμ προς Α της Αμισού διά πενταστόμου Δέλτα, σχηματίζοντος έλη. Εδώ τα ύδατα του συχνά υπερκχειλίζουν και καταπλημμυρίζουν εις έκτασιν μεγάλην τας γειτονικάς πεδιάδας.
Ο Θερμώδων (Τέρμε-τσαϊ) είναι γνωστός μάλλον εκ του μύθου περί των Αμαζόνων (αι Αμαζόνες, ως γνωστόν, κατώκουν εις τας όχθας του ποταμού τούτου και εις την πόλιν Θεμίσκυραν) παρά εκ της φυσικής του σπουδαιότητος.
Ο Πυξίτης των αρχαίων, σήμερον δε Δαφνοπόταμος καλούμενος (οι Τούρκοι τον ονομάζουν Ντετζιρμέν-δερεσί) εκβάλλει πλησίον της Τραπεζούντος.
Ο Ύσσος χύνεται πλησίον των Σουρμαίνων προς Δ. της Τραπεζούντος.
Ο Όφις (Όφ-σού) προς Δ της Τραπεζούντος, διατηρών μέχρι σήμερον το αρχαίον όνομα, έχει ενορίαν, η οποία κατοικείται από τους μωαμεθανούς Οφλήδες, περί των οποίων θα ομιλήσωμεν κατωτέρω.
Μετά τον Όφιν έρχονται πολλοί ποταμοί μικροί και τοπικής μόνον σημασίας. Είναι δε ούτοι ο Ρίζιος ή Ρίσσιος πλησίον του Ριζαίου ή Ριζούντος, ο Άσκουρος (Άσκορος), ο Αδιηνός (Ατίακος), ο Ζάγατις (Ατίνα-σού), πλησίον των Αθηνών ο Πυξίτης (Αμπού), διάφορος του προαναφερθέντος, ο Άρχαβις (Άρχαβα), ο Άψαρος, ο Άκαμψις, ο άλλως Βόας (Τζόροχ), μέχρι του ρου του οποίου έφθανεν ο Πόντος, ήρχιζεν δε η Κολχίς, ο Βαθύς (Τσουλχούμπα), όπου κείται το Βατούμ, το έσχατον όριον, μέχρι του οποίου προχωρεί ο ελληνισμός του Πόντου σήμερον, το έσχατον προς Α όριον του μικρασιατικού Ελληνισμού και η περιοχή, μέχρι της οποίας φθάνει η Μ. Ασία, περί της οποίας θα γίνη ενταύθα λόγος.
Παντελής Κοντογιάννης