Τα ήθη και τα έθιμα κατά τη γιορτή της Πεντηκοστής έχει καταγράψει ο Παντελής Η. Μελανοφρύδης σε άρθρό του στην Ποντιακή Εστία (1961, τχ 133-134, σ. 51-54).
Ο δάσκαλος, συγγραφέας, ερευνητής, λαογράφος και δήμαρχος Πτολεμαΐδας από την Άδυσσα της Αργυρούπολης του Πόντου, εξηγούσε:
[…] Κατά την εορτήν της Πεντηκοστής εις πολλά χωρία (το έθιμον τελευταίως πολλαχού εξέλιπεν) έστρωναν το δάπεδο του Ναού με φύλλα καρυδιάς και υπήρχεν η φράσις: σύρον το καρυδόφυλλον και φά’ την εβδομάδαν, δηλαδή η μετά την Πεντηκοστήν εβδομάς ήτο σειρά, κατάλυσις της νηστείας. Γιατί καρυδόφυλλα και όχι άλλην χλόην ή άνθη;
Υποθέτω (εκφράζω απολύτως προσωπικήν μου γνώμη) ότι προτιμούντο τα φύλλα της καρυδιάς δια δύο λόγους: Πρώτον διότι είχαν επιφάνειαν μεγάλην και εσκέπαζαν πολύ μέρος του δαπέδου του ναού, ευκολύνοντα τους πιστούς εις το να γονατίζουν και αποφύγουν την σκόνην ή την σκληρότητα του συνήθους λιθόστρωτου δαπέδου, και δεύτερον διότι τα φύλλα της καρυδιάς έχουν σχήμα ωοειδές, όμοιον περίπου με τας γλώσσας πυρός, ως εικονίζονται αύται άνωθεν των κεφαλών των Αποστόλων.
Ανεξαρτήτως της υποθέσεως αυτής, το στρώμα του δαπέδου με μάραντα αποκλείεται, καθότι τα λουλουδάκια αυτά άνθιζαν τον Μάρτιον ή αρχάς Απριλίου, αναλόγως του υψομέτρου του τόπου. Η μοιρολογήτρα λέγει:
Γουρπάντς Μαρτέσι μάραντον κι’ Απρίλεσ’ μανουσάκι.
Η εορτή όμως της Πεντηκοστής κατά το παλαιόν ημερολόγιον συνέπιπτε πάντοτε εντός του Μαΐου ή αρχάς Ιουνίου. Συνεπώς αποκλείεται να υπήρχαν τότε μάραντα προς στολισμόν του Ναού. Ημπόρει λοιπόν ο νεωκόρος μαζί με τα φύλλα της καρυδιάς και έστρωνε και μάρμαρα (αν εσώζοντο την εποχή εκείνην) και μανουσάκια. […]
Η Πεντηκοστή ήτο μάλλον αφιερωμένη εις τους νεκρούς. Μετά την λειτουργίαν (την ημέρα της Πεντηκοστής ή της Αγίας Τριάδας) αι γυναίκες προσκόμιζαν εις τους τάφους διάφορα τρόφιμα: φούστουρον, ρυζόγαλο (σιτλίν), ξύλαγα, και αφού ο ιερεύς έψαλλεν επιμνημόσυνον δέησιν, διεμοιράζοντο τα εδέσματα εις τον λαόν. Το έθιμον τελευταίως εις πολλά χωρία κατηργήθη. […]
Η μέρα εκείνη επίσης ήτο αφιερωμένη στους μικρούς. Τα κορίτσια έπαιρναν σκεύη κατάλληλα (τηγάνια και χαλκά – καζάνια) και μέσα στο δάσος άρμεγαν τις αγελάδες και έψηναν ρυζόγαλο και φούστουρο. Καμία μητέρα δεν ηρνείτο στο παιδί της την ελευθερίαν να μαγειρεύει στο ύπαιθρο την ημέρα της Πεντηκοστής. Τ’ αγόρια ολιγώτερον ειδικευμένα στη μαγειρική, περιωρίζοντο να πάρουν ένα τηγάνι, αυγά, βούτυρο, ψωμί και αφού άναβαν φωτιά στο ύπαιθρο, έξω από το χωριό, εμαγείρευαν φούστουρον. Με πόσην όρεξιν έτρωγαν το προϊόν της μαγειρικής δεινότητάς των και ας ήταν άψητο ή ανάλατο.
Με την Πεντηκοστή θυμάμαι συνδεδεμένον και άλλον θρύλον. Τον ήκουσα από τη μητέρα μου πολύ μικρός και δεν είμαι βέβαιος ότι τον αποδίδω καλώς. […] Πήγαινα με τη μητέρα μου στα χωράφια, όταν άκουσα την τρυγόνα να τονίζει το μονότονο και κλαψιάρικο τραγούδι της: του-του, μπου-μπου.
Αρώτησα την μάννα μου τι πουλί είναι αυτό που φωνάζει και γιατί ψάλλει έτσι, σαν να επαναλάμβανε την παιδικήν λέξιν: του-του = νερό. Μου απήντησεν: – «Ατό το πουλίν εν’ τρυγώνα. Ο Χριστόν εκατερέθεν ατέν [σ.σ. δεν θυμάμαι δια ποίαν αιτίαν] να ελέπ’ το νερόν αίμαν, να διψά και να μη επορεί να πίν’». (Φαίνεται ότι ο θρύλος προήλθεν από τη φωνήν του πουλιού: του-του, σαν να ζητούσε επιμόνως νερό).
– «Ασ’ ατόνες κι’ αν’ η τρυγώνα έλεπ’ το νερόν και κι’ επορεί να πίν’. Μονάχον ασήν Λαμπρή ους την Πεντηκοστήν (τ’ Αε-Πνευμάτ’) επορεί να πίν’».
Ας προσθέσωμεν και τη δοξασίαν των Ποντίων ότι οι νεκροί στον Άδην «είχαν άνεσιν» ασήν Λαμπρή ους τ’ Αε-Πνευμάτ’, οπότε πάλιν περιωρίζοντο στον ερεβώδη και μουχλιασμένον Άδην.