Τα αδέλφια Ευστράτιος και Μελέτιος Σιδηρόπουλος γεννήθηκαν στον οικισμό Αγιαντών (Αέν Αντώνης, Αε-Αντώνης, Άγιος Αντώνιος), που έφερε την επίσημη ονομασία Σεβντέζ και έμεινε γνωστός ως Αγιαντών λόγω της ομώνυμης εκκλησίας που υπήρχε στην περιοχή.
Κτισμένος σε πλαγιά, στην κοιλάδα δεξιού παραποτάμου του ποταμού Bolaman, βρισκόταν 46 χλμ νότια της Φάτσας.
Εκκλησιαστικά άνηκε στη δικαιοδοσία της μητροπόλεως Κολωνείας και Νικοπόλεως, που είχε την έδρα της στη Νικόπολη (Σεbίν καραχισάρ). Στα χρόνια που προηγήθηκαν της Ανταλλαγής, ο ελληνικός πληθυσμός του οικισμού αριθμούσε 680 άτομα, που προέρχονταν από την περιοχή της Αργυρούπολης και μιλούσαν ποντιακά. Κατοικούσαν στους τρεις μαχαλάδες Αγιαντών, Γαγιαλί και Κιρτζαλάν και διατηρούσαν Δημοτικό Σχολείο.
Ορισμένοι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία, όμως στην πλειονότητά τους ήταν έμποροι, αλλά και κτίστες, σιδεράδες, ράφτες και υποδηματοποιοί. Πολλοί διατηρούσαν καταστήματα στο οικονομικό κέντρο της περιοχής, το Εσελνί.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Το 1908, με το Χουριέτ, βρισκόμασταν στη Φάτσα. Ήμασταν ακόμη παιδιά. Οι δάσκαλοι μας πήραν και μας έφεραν μπροστά στο δικαστήριο. Τραγουδούσαμε μαζί με τα Τουρκοπαίδια:
Γιασασίν Χουριέτ, αdαλέτ
Γιασασίν Μιλιέτ
Ουρούμ Ισλάμ μπιρ ολdού
Αυτά σημαίνουν:
Ζήτω το σύνταγμα, δικαιοσύνη, ενότητα
ζήτω ο λαός
Έλληνες-Τούρκοι ένα είναι
Αυτά έγιναν την άνοιξη. Ήταν τόσος ο ενθουσιασμός και η αγάπη που έδειχναν οι Τούρκοι, που ζητούσαν να παντρεύονται και κορίτσια μας. Ήταν το δηλητήριο που μας κρυφοπότισαν, το σύνταγμα. Μας εξαπάτησαν μ’ αυτό.
Ένας γιατρός, Ρωμαίος, Θανάση τον έλεγαν, είχε έρθει τότε από τη Βέροια. Μας είδε που τραγουδούσαμε και μας είπε: «Κρίμα σε σας. Εμείς τότε με τον Χαμίτ καλά περάσαμε, όμως εσείς με το Χουριέτ θα καταστραφείτε». Ήταν αλήθεια. […]
Στα 1912 ήρθαν Νεότουρκοι από δω [απ’ την Ελλάδα] στην Τουρκία. Ήρθε τότε ένας νομάρχης και έβγαζε λόγο στους χωριάτες Τούρκους: «Αδέρφια, αυτά που βλέπετε όλα, μπαξέδες, χωράφια, σπίτια, μαγαζιά, όλα ήσαν δικά σας. Οι γκιαούρηδες ήσαν δούλοι σας. Δούλοι σας ήσαν αυτοί που σας κάνουν σήμερα τον αφέντη. Όλα αυτά που βλέπετε κατάφεραν να σας τα πάρουν με πονηριά. Ενέχυρα τα είχαν οι δικοί σας και σας τα πήραν τούτοι. Πρέπει να γίνουν ξανά δικά σας».
Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε όχι πια πώς να κρατήσομε αυτά που είχαμε, αλλά πώς να φύγομε.
Ο Τούρκος, όταν τον φανατίσεις, πέφτει πάνω σου, σε ξεσχίζει χειρότερα κι από τίγρης κι ας είναι ο καλύτερος φίλος σου.
Μας πήραν στον στρατό, στα αμελέ ταμπουρού. Δουλειά χωρίς τροφή, γύμνια, δυστυχία, βούρδουλας. Καθημερινά πεθαίνανε άνθρωποι. Εμείς ζήσαμε. Είχαμε τον πατέρα μας και μας βοηθούσε. Έστελνε συνέχεια. […]
Στα 1921 μας έκαμαν εξορία. Όσοι πήγαν εξορία, πήγαν στο Ντιαρμπεκίρ. Δεν ξαναγύρισαν από τότε στο χωριό τους. Από τους κατοίκους ξεχωρίσαμε περίπου εκατόν πενήντα άτομα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, και φύγαμε στα βουνά. Τα μέρη της Χαμιdιέ δεν τα πήγαν εξορία. Εκεί περάσαμε. Εκείνα τα μέρη υπάγονταν στη δικαιοδοσία του Καρακιαζίμ πασά. Ο πασάς αυτός ζήτησε απ’ τον Κεμάλ, με προσωπική του εγγύηση, να μείνουνε οι δικοί του εξορία.
Εκεί σ’ αυτά τα μέρη κρυφτήκαμε, ως τα 1922. Τότε με τους πρώτους που έφυγαν, φύγαμε και εμείς και ήρθαμε στην Ελλάδα. Οι τελευταίοι ήρθαν από την εξορία στα 1923-1924. Δεν ήρθαμε όλοι από το ίδιο μέρος. Άλλοι ήρθαν από τα παράλια του Πόντου, άλλοι κάτω από τη Συρία. Εδώ πάλι σκορπίσαμε σ’ όλη τη Μακεδονία.