Ο Ιπποκράτης Πετρίδης ζούσε στην ελληνική συνοικία της Νεοκαισάρειας, το Ντερέbαγι, η οποία είχε δύο μαχαλάδες, το Σιρά μαχλέ και το Κüτüκλüκ, όπου βρισκόταν η εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου, το μητροπολιτικό μέγαρο, το σχολείο, η κοινότητα, η κατοικία του μουχτάρη, καταστήματα, καφενεία, κτλ.
Το 1870 στη Νεοκαισάρεια υπήρχαν περίπου 70 ελληνικά σπίτια που το καθένα φιλοξενούσε πέντε-έξι οικογένειες. Το 1921, η πόλη αριθμούσε περίπου 10.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 2.500 ήταν Έλληνες. Απασχολούνταν κυρίως ως τεχνίτες, υποδηματοποιοί, ράφτες και κτίστες
Η μαρτυρία του περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Στο Σεφερμπερλίκ έμεινα στο Νίκσαρ. Κρυμμένη ήτανε η ηλικία μου και γλίτωσα την επιστράτευση. Πολλοί το κάνανε αυτό, δεν ήμουνα μόνο εγώ. Στο Ντερέbαγι μέναμε, φασαρίες δεν είχε αλλά έπεσε πείνα πολλή. Υποφέραμε από στέρηση. Πεθάνανε γέροι και μικρά παιδιά πολλά.
Στο 1915 πιάσανε όλους τους Αρμεναίους και τρομοκρατηθήκαμε κι εμείς, δε μας πείραξαν όμως. Έγινε Ανακωχή και δύο χρόνια μετά πάθαμε το κακό. Στα 1920 ήτανε και με διαταγή του Κεμάλ, τότες αυτός ήτανε στη δόξα του, για τη δυστυχία του χριστιανού, βγήκε διαταγή να γίνει γενική εξορία των χριστιανών.
Από τα χωριά σηκώσανε και τις γυναίκες, από μας που κατοικούσαμε στο Νίκσαρ πήρανε μόνο τους άντρες. Μόνο κάτω από δεκαπέντε χρονώ και άνω των σαράντα πέντε μπορούσανε να μείνουνε. Γυναικόπαιδα και γέροι. Από το σπίτι μας φύγαμε τέσσερις νομάτοι, ο πατέρας μου κι εμείς, τρία αδέλφια. Μας πήρανε «σεφκέτια-σεφκέτια». Κάθε μέρα έφευγε κι ένα. Πρώτα μας συγκεντρώσανε στην αρμένικη εκκλησία μέσα.
Νομίζαμε πως θα μας σφάξουνε σαν τους Αρμεναίους.
Μας πήγανε Τοκάτ, από κει Γενίχαν, Σιβάς, μας προχώρησαν στο εσωτερικό προς το Κουρδιστάν και την Αρμενία. Πήγαμε Καγκάλ μέχρι Μαλάτεια. Και στο Αdιαμάν πήγαμε. Μείναμε εκεί έξι μήνες. Μαλάτεια, μείναμε κι εκεί λίγους μήνες. Στ’ αρμένικα σπίτια μέναμε. Μας είχανε ελεύθερους. Δουλεύαμε μεροκάματο να βγάλουμε το ψωμί. Ξερό ψωμί και κανένα κρεμμύδι. Γι’ άλλο δεν έφτανε το μεροκάματο. Να μπορέσεις ίσια-ίσια να ζήσεις. Δε ζήσανε όλοι. Κι από πείνα πεθάνανε κι από αρρώστια πεθάνανε. Είχε ψείρα πολλή και παθαίνανε ψειροαρρώστια. Ο Θεός να σε φυλάει.
Οι Κούρντοι ήτανε πολύ άγριοι άνθρωποι.
Στο Αdιαμάν, που ήμαστε, πιάσαμε δουλειά καμιά εικοσιπενταριά παλικάρια στο τσιφλίκι ενός μπέη. Κάθε Σάββατο μας έδινε δέκα γρόσια. Πηγαίναμε την Κυριακή και βλέπαμε τους πατεράδες μας που μένανε στο χάνι, τους δίναμε τα γρόσια μας, κάτι να φάνε, να ζήσουνε. Αυτοί ήτανε μεγάλοι στην ηλικία και δεν τους θέλανε στη δουλειά. Πώς να ζήσεις; Και τι να κάνεις όμως! Είπες τίποτε; Σου κόβανε το κεφάλι. Παράπονα και τέτοια δεν είχε. Ας είναι, τρία χρόνια περάσανε έτσι και ήρθε η διαταγή πως είμαστε ελεύθεροι να γυρίσουμε στα μέρη μας. Πήραμε χαρτί. Γυρίσαμε πάλι απ’ τα ίδια μέρη, όπως ήρθαμε.
Στο Νίκσαρ βρήκαμε τις γυναίκες στα σπίτια μας, στο Ντερέbαγι. Τότες που γίνηκε η εξορία, η δική μας, κατεβάσανε και τις γυναίκες στο Νίκσαρ. Τις κρατήσανε ένα χρόνο στα τούρκικα σπίτια για πιο ασφάλεια και μετά τις αφήσανε και πήγανε πάλι στο Ντερέbαγι.
Δυο μήνες κάτσαμε, που γυρίσαμε απ’ την εξορία, και ήρθε η είδηση για την Ανταλλαγή. «Τι θα πει αυτό;», λέγαμε στις αρχές που το ακούσαμε. Δεν το πιστεύαμε. Ύστερα είδαμε πως είναι αλήθεια, βγάζαμε τα χαρτιά μας από το Νίκσαρ και σιγά-σιγά οικογένειες-οικογένειες φεύγαμε. Νοικιάζανε κάρα και άλλοι πήγαιναν Σαμψούντα, άλλοι προτιμούσανε Φάτσα. Μερικοί είχανε συγγενείς και πήγαιναν Φάτσα. Λέγανε πως εκεί έχει και λιγότερο κόσμο και φεύγεις πιο εύκολα.
Εμείς, τρεις οικογένειες μαζί, νοικιάσαμε κάρο και πήγαμε Σαμψούντα. Πολύ κόσμο είχε εκεί μαζεμένο. Όλο χριστιανοί που περιμένανε να μπούνε σε βαπόρι να φύγουνε. Εύκολα δεν μπορούσες να μπεις.
Μας δίνανε οι Αμερικανοί συσσίτιο και ζούσαμε. Εμάς τους άντρες, άμα μας έβρισκαν οι Τούρκοι μπροστά τους, μας παίρνανε και μας βάζανε σε αγγαρείες. Βιαστήκαμε και μπήκαμε σ’ ένα πλοίο όπως-όπως και φύγαμε για να γλιτώσουμε απ’ την αγγαρεία των Τούρκων. Η οικογένειά μου είχε μείνει, εγώ έφυγα.
Πού να ξέρουμε τι μας περίμενε στην Πόλη που μας έβγαλε το βαπόρι. Σε τουρκικό πλοίο μπήκαμε, χωρίς πληρωμή. Τ’ όνομά του το ξεχνώ. Στην Πόλη μόλις βγήκαμε μας χώσανε στο Σελιμιέ. Για καραντίνα το είχανε, ένας μεγάλος «κισλάς» ήτανε. Τι είδανε τα μάτια μας εκεί μέσα και πως βγήκαμε ζωντανοί!
Το συσσίτιο ήτανε ένα μαύρο ζουμί με μαμούδια μέσα και καμιά φορά έβλεπες και κανένα φασόλι. Η αρρώστια κι ο θάνατος δεν λέγονταν. Οι διάδρομοι ήτανε γεμάτοι, χάμω στις πλάκες, μ’ ανθρώπους που πεθαίνανε.
Τους πεθαμένους κάθε μέρα πενηνταριές κι εκατοσταριές τούς βγάζανε με καροτσάκι και τους ρίχνανε σ’ ένα μεγάλο λάκκο σε μια ερημιά. Αρρώστια είχε «λυσεντερία» και τύφο και θέριζε τον κόσμο. Ο Θεός έβαλε το χέρι του και βγήκαμε ζωντανοί όσοι γλιτώσαμε. Σε ρωσικό πλοίο μάς βάλανε και μας έφερε κατευθείαν στον Πειραιά. Εκεί πάλι μας είπανε θα περάσουμε καραντίνα και μας πήγανε στον Αϊ-Γιώργη.