Η Ευφροσύνη Κιτρίδου γεννήθηκε στον οικισμό Κερασέα, κτισμένο σε παραθαλάσσια πλαγιά, 6 χλμ. νοτιοανατολικά της Τραπεζούντας. Στον οικισμό κατοικούσαν περίπου 80 οικογένειες Ελλήνων και ελάχιστες τουρκικές.
Οι Έλληνες κάτοικοι προέρχονταν από τις περιοχές της Κρώμνης και της Σάντας και μιλούσαν ποντιακά. Συντηρούσαν εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και δημοτικό σχολείο.
Η οικονομία του οικισμού βασιζόταν στη γεωργία, κυρίως στην παραγωγή φουντουκιών και καλαμποκιού, τα οποία οι κάτοικοι διέθεταν στην αγορά της Τραπεζούντας. Για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους, πολλοί κάτοικοι έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς για τη Ρωσία. Επέστρεψαν το 1920, βρήκαν τον οικισμό τους ερειπωμένο και ξαναγύρισαν στη Ρωσία, πριν έρθουν οριστικά στην Ελλάδα.
Η μαρτυρία της Ευφροσύνης Κιτρίδου περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Άνοιξη ήτανε, Απρίλιος [1916], ακόμη το θυμάμαι σαν τώρα, όταν ήρθανε για πρώτη φορά στα χωριά μας οι Ρώσοι. Όταν το ακούσαμε χαρήκαμε, δεν ξέραμε πως αυτό σήμαινε για μας την καταστροφή μας. Χίλιες φορές να μην έφταναν ποτέ και να μέναμε πάντα με τους Τούρκους στα σπίτια μας ήσυχοι.
Ένα χρόνο και παραπάνω μείνανε οι Ρώσοι. Μεγάλη καταστροφή κάνανε. Ακόμη και κορίτσια βιάσανε και κακοποιήσανε, που οι Τούρκοι ποτέ δεν το είχανε κάνει αυτό. Τη σέβονταν τη γυναίκα. Οι Ρώσοι έρχονταν, κτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών και ρωτούσανε: «Έχετε ποτά;». Κι αρχίζανε την έρευνα και ό,τι βρίσκανε το αρπάζανε. Όλη μέρα μεθυσμένοι ήτανε απ’ το πιοτό. Και τ’ αμπέλια και τα δέντρα τα καταστρέψανε. Στην Τραπεζούντα ολόκληρα μαγαζιά τ’ ανοίξανε, τα σπάσανε και ξεσηκώσανε όλο το εμπόρευμα. Και το μεγάλο κακό έγινε όταν μας παρατήσανε και φύγανε.
Φθινόπωρο ήταν του 1917. Τότε μας έπιασε η απελπισία. Τι να κάνουμε; Να μείνουμε; Θα μας καταστρέφανε οι Τούρκοι και με το δίκιο τους.
Να φύγουμε, πού να πάμε και πού να αφήσουμε τα σπίτια μας κι όλη την περιουσία μας; Οι περισσότεροι ακολουθήσανε τους Ρώσους και φύγανε στη Ρωσία. Μόνο γέροι και γριές μείνανε.
Απ’ τη δική μας την οικογένεια ο αδελφός μου και οι δύο αδελφές μου φύγανε στη Ρωσία, η μητέρα μου, η χήρα αδελφή μου με τα παιδιά της κι εγώ μείναμε στην Τραπεζούντα. Είπαμε να μείνουμε για να μπορέσουμε να φυλάξουμε και το μαγαζί που είχαμε στην Τραπεζούντα –ό,τι είχε απομείνει απ’ τους Ρώσους– και το σπίτι μας στην Κερασέα. Και πάλι, όμως, τα χάσαμε όλα. Οι Τούρκοι μπήκανε στο σπίτι στην Κερασέα, βάλανε φωτιά και το κάψανε. Μαζί του μάλιστα θυσιάστηκε κι ένα σκυλί πιστό. Ήτανε το σκυλί απ’ το αντικρυνό σπίτι που μας ήξερε και μόλις πηγαίναμε το καλοκαίρι ερχόταν κι έμενε κοντά μας. Όταν είδε τους Τούρκους που μπήκανε στο σπίτι, πήγε από πίσω τους και δεν έφευγε απ’ το σπίτι ώσπου κάηκε μες στις φλόγες μαζί με το σπίτι ολόκληρο.