Τα δέντρα εκουρούμπωσαν, ένοιξαν τα τσιτσέκια,
τον Μάρτ’ ανοίν’ τα μάραντα, κι Απρίλ’ τα μανουσάκια,
Καλομηνά η τουτουγιά κι όλα τα χελωνίτας,
τα ράχια επρασίντσανε και τα παρχάρια εχλόισαν.
[«Η άνοιξη», Στάθης Ι. Ευσταθιάδης, Τα τραγούδια του ποντιακού λαού]
και
Παρχαρομάνα ελάλεσεν, ελύγανε τα χιόνια.
Τα τουτουγιάδες ένοιξαν, έρθαν τα χελιδόνια.
[Παραδοσιακό: «Παρχαρομάνα ελάλεσεν»]
ή
Μανουσάκια, τουτουγιάδες,
παρχαρόπουλα, σεβντάδες
Και ρομάνες ‘ς σα ραχία
άμον τα νερά τα κρύα
[«Μανουσάκια, τουτουγιάδες», στίχοι: Νάκος Ευσταθιάδης]
κι ακόμα
το κοιμητήρ’ να πρασινίζ’, να σκουτουλίζ’ το χώμαν,
μανουσάκια την Άνοιξιν, τουτουγιάδες το Θέρος,
μάραντα τον Μοθόπωρον, τον Χειμωγκόν λιβάνι…
[Φίλων Κτενίδης, «Η καμπάνα του Πόντου»]
«Την Πρωτομαγιά, εξάλλου, έκοβαν από θάμνους μασούρας “θελκόν βίτσαν” (θηλυκή βέργα, δηλαδή κλαδί χωρίς αγκάθια) και την κρεμούσαν ψηλά στην εξώπορτα της μάντρας, για να γεννήσουν τα ζώα θηλυκά. Για τον ίδιο λόγο, την ημέρα αυτή, κρατώντας κλαδί από μασούρα, έβγαζαν από το μαντρί τις αγελάδες και τις δαμαλίδες, όπως και τα αιγοπρόβατα, και χτυπώντας τα ελαφρά τα οδηγούσαν στη βοσκή, ευχόμενοι: “Με το καλόν να πας και με το καλόν να κλώσκεσαι (να επιστρέψεις)” και τα παρόμοια, για να έχουν πολλά νέα ζώα».
Τα παραπάνω γράφει στην Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού ο Θωμάς Σαββίδης, στο λήμμα «μασούρα. Η άγρια τριανταφυλλιά (Rosa canina L., οικ. Rosaceae)».
Κι αυτό ήταν μόνο ένα από τα έθιμα της Πρωτομαγιάς στον Πόντο, καθώς κατά πληροφορίες του Χρυσόστομου Μυρίδη:1 «Στη Λιβερά, από την 1η Μαΐου ως τα μέσα Σεπτεμβρίου, καμιά φορά και αργότερα, όταν ο καιρός το επέτρεπε, τα ζώα τρέφονταν με βοσκή στα ιδιόκτητα λιβάδια που τα έλεγαν μαζιράδες, και στα παρχάρια.
»Η έξοδος των αγελάδων στις εαρινές βοσκές έπρεπε απαραίτητα να γίνει την Πρωτομαγιά με οποιοδήποτε καιρό. […] Την παραμονή, η ’κοδέσπαινα κατασκεύαζε μικρούς σταυρούς από κλωνιά αγριομηλιάς ή λουτουδί (δέντρο σε μεγάλο μέγεθος με σκληρό ξύλο), τους οποίους έδενε στην αλυσίδα του κουδουνιού κάθε αγελάδας, προσθέτοντας ένα ματοζίνιχο δηλαδή ματόχαντρο, σαν προφυλακτικά για τη βασκανία, καθώς και μια μικρή λουρίδα από κόκκινο πανί και ένα μικρό κεφάλι σκόρδο.
»Τα ξημερώματα της Πρωτομαγιάς η οικοδέσποινα κατέβαινε στο μαντρί και τα έβαζε στο λαιμό των αγελάδων και δαμαλίδων (όχι των βοδιών) και βγάζοντάς τις έξω τις χτυπούσε με δύο κλαδιά που κρατούσε στα χέρια της. Τα κλαδιά ήταν το ένα από λεφτουκάρ’ (φουντουκιά) και το άλλο από μασούρα.
»Ενώ έβγαζε τις αγελάδες και τις δαμαλίδες έξω από το μαντρί ευχόταν: “Με το καλόν να πας και με το καλόν να κλώσκεσαι” ή “Χαμνή να πας και ολοστρόγγυλος να κλώσκεσαι” ή “Στείρα να πας και γαστρωμέντσα να έρχεσαι”.
»Αφού έσπαζε στα κέρατα του ταύρου, που έβγαινε τελευταίος, το δαμέσ’ (χορτόπιτα), του έδινε αλατισμένο το μεγαλύτερο κομμάτι και του έλεγε την ευχή “όσα έδωκα ’σε, άλλα τόσα να φέρτς ’με”, και μετά από την ίδια πίτα έδινε και στις άλλες αγελάδες.
»Ο Δ.Κ. Παπαδόπουλος δίνει πολλές πληροφορίες για τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς στο χωριό του, το Σταυρίν. Την Πρωτομαγιά, λέγει, έβγαιναν όλοι οι νέοι για να προϋπαντήσουν τον Μάη. Εκεί στο ύπαιθρο διασκέδαζαν, χόρευαν και έπλεκαν στεφάνια από λουλούδια μόνο των αγρών και ποτέ από οπωροφόρα δέντρα.
»Με λουλούδια στόλιζαν τα κεφάλια των κοριτσιών και των αρνιών καθώς και τα κέρατα των αγελάδων.
»Την παραμονή της Πρωτομαγιάς η οικοδέσποινα θα φρόντιζε να εκτελέσει πιστά όλα τα έθιμα. Αργά το βράδυ η πολύ πρωί της πρώτης του Μάη θα κρεμούσε στο ανώφλι της πόρτας στεφάνι από διάφορα λουλούδια δεμένα πάνω σε αγκαθωτή βέργα αγριοτριανταφυλλιάς. Τα αγκάθια εμπόδιζαν να μπουν στο σπίτι τα κακά πνεύματα ή οι αρρώστιες, ενώ τα πολύχρωμα λουλούδια τα θεωρούσαν σύμβολο οικογενειακής ευτυχίας. […]
»Έπρεπε όλοι να φάνε κάτι προτού ακούσουν φωνή πετεινού ή κελάηδημα πουλιών και ιδίως φωνή κούκου, γιατί διαφορετικά θα νόμιζαν πως ήταν νικημένοι από τα πουλιά, και στις πράξεις τους και οι δουλειές τους ποτέ δεν θα προόδευαν, η χρονιά τους θα ήταν γρουσούζικη.
Α͜ϊλλοί τηνάν νικά ο κούκον στάμαν Καλομηνά.
»δηλαδή “αλίμονο σ’ εκείνον που τον νικάει ο κούκος την Πρωτομαγιά”».2
Όπως και να το δούμε, η βασίλισσα της ημέρας ήταν (και παραμένει) η φύση! Άλλωστε η Πρωτομαγιά είναι διαχρονικά ταυτισμένη με την αρχή της άνοιξης – άρα και με τα λουλούδια.
Ως γλαφυρό ύμνο στην ανοιξιάτικη φύση του Πόντου θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το κείμενο που ακολουθεί, το οποίο υπογράφει ο Αγαθάγγελος Φωστηρόπουλος και δημοσιεύτηκε τον Μάιο του 1962 στην εφ. Το Βήμα της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης.
Το άρθρο του Ιμεραίου συγγραφέα ξεχειλίζει από νοσταλγία για την πατρίδα – σε βαθμό που σχεδόν μπορούμε να μυρίσουμε τα μανουσάκια και τις πασχαλιές, τα «τραντάφυλλα» και τα τουτουγιάδας· διαβάζοντάς το απλώνουμε το χέρι και κόβουμε ένα «δάκρυ της Παναγίας» ή ένα μάραντο (ναι, σύμφωνα με τον Φωστηρόπουλο πρόκειται για διαφορετικά είδη).
Ακολουθεί το άρθρο αυτούσιο, μπορείτε ωστόσο να το δείτε όπως δημοσιεύτηκε πατώντας πάνω στον τίτλο-σύνδεσμο:
«Τα άνθη του Πόντου»
Του κ. Αγαθαγ. Φωστηροπούλου
Μία από τας πλέον προσφιλείς αναμνήσεις από την αλησμόνητον γενέτειράν μας είναι τα άνθη της, τα μυρίπνοα άνθη του Πόντου. Το λαμπρόν κλίμα του τόπου με τα χαριτωμένα τοπία, τα πυκνά δάση και τα κρυστάλλινα νερά ήτο φυσικόν να αποδίδουν άνθη ωραιότατα, με εξαιρετικόν χρώμα και άρωμα. Ποίος δεν ενθυμείται με συγκίνησιν, προ πάντων κατά την άνοιξιν, τα αξέχαστα «μάραντα», που ελαχταρούσαμε μικροί ν’ αντικρύσωμε την άνοιξιν στις πλαγιές των βουνών και να χαρούμε το μεθυστικό τους μοσχοβόλημα. Ήσαν λευκόια διπλά των ορεινών περιοχών με υποκίτρινον χρώμα, τα έλεγαν «μάραντα» επειδή εμαραίνοντο εύκολα και διετηρούντο εις ανθοδοχεία. Εις τας χλοεράς περιοχάς της Μακεδονίας φυτρώνουν τον Μάρτιον πολλά απλά λευκόια, αλλά δεν έχουν άρωμα. Διπλά είδε ο γράφων εις τας ορειβασίας επί του Βερμίου –υπάρχουν και εις τον Χορτιάτην– αλλά με πολύ ολίγον άρωμα. Από τα υψηλά σημεία μαζί με τα μάραντα εμάζευαν και «νυφίτσας» κομψές τουλίπες του βουνού, και εσχημάτιζαν συνδυασμόν ωραίας ανθοδέσμης.
Όταν εις τας αρχάς του Μαρτίου έλυωναν τα χιόνια, που εσκέπαζαν επί 4 μήνας την φύσιν, η πρώτη χαρά των παιδιών από τα λουλούδια ήσαν τα «χελωνίτρας» ανεμώνες που εφύτρωναν κάτω από τα τελευταία χιόνια.
Η γη, που είχε ποτισθή όλον τον χειμώνα, εστολίζετο με καταπράσινη, άφθονη χλόη και τα γνωστά κίτρινα αγριολούλουδα, με «φαναρίτρας» χαμομήλι και «κασκαούρας» παπαρούνες.
Ολίγα αλλά πολύ εκλεκτά τα εύοσμα, μενεξέδες, τα «μανουσάκια» εφάμιλλα της Αττικής, εφύτρωναν εις τας χαμηλάς θέσεις, μέσα εις λόχμας. Όταν άνθιζαν τα δένδρα, η φύσις επαρουσίαζε γοητευτικόν θέαμα. Ακόμη και τα άγρια καρποφόρα, τα «αγρόμηλα, αχράδια και κοκκύμελα», εμοσχομύριζαν καταστόλιστα με το θελκτικό τους άνθινο φόρεμα.
Στις πλαγιές των βουνών εμοσχοβολούσαν τα «θύμπιρα», το θυμάρι των ποντιακών βουνών. Το καλοκαίρι εμάζευαν στα βουνά «χασμάσια»3 είδος παπαρούνας με πολλά πέταλα και «τη Παναγίας δάκρυα» με μικρό κίτρινο στρογγυλό άνθος που δεν εμαραίνετο και εστόλιζε τον «εικονοστάτεν» εις τας κατοικίας.
Οι πασχαλιές «λεϊλάς», μέσα στους κήπους εμοσχομύριζαν εξαίρετα.
Τα «τραντάφυλλα» στα παράλια ήσαν εκλεκτά και ακόμη ωραιότερα στα ορεινά. Εκεί άνθιζαν αργά το καλοκαίρι. Του Αγίου Ηλία, όταν εγίνοντο οι εξετάσεις των σχολείων, το τραπέζι της εξεταστικής επιτροπής ήτο καταστόλιστον με ευωδέστατα τριαντάφυλλα. Ακόμη και τα άγρια τριαντάφυλλα, τα «μασούρας» που απέδιδον τον γλυκό καρπό τους, είχαν ωραίο άρωμα.
Αλλά τα εκλεκτότερα άνθη του Πόντου ήσαν τα αλησμόνητα «τουτουγιάδας» είδος ωραίου υάκινθου του βουνού, που δεν απαντώνται σε άλλα μέρη. Επάνω στα υψίπεδα μέσα εις λειμώνας και κοντά στα κρύα νερά άνθιζαν τους καλοκαιρινούς μήνας. Στην περιοχή της Κρώμης ήσαν πολλά μέσα στο παρχάρι «τα λειβάδια» και στην Ίμερα, στο καλύτερο παρχάρι της «τα Βάζια».
Μια ανθοδέσμη από λαχταριστές «τουτουγιάδες» ήτο το ωραιότερο δώρον προς ένα ηλικιωμένον, που εγέμιζε την ψυχή του από ευφροσύνην με το γλυκό χρώμα και το άρωμά τους.
Φθινοπωρινά άνθη δεν ευδοκιμούσαν εις τα ορεινά του Πόντου με το κρύο, που άρχιζε μετά τον Αύγουστον. Και τα χιόνια, που έπεφταν εις τας αρχάς του Νοεμβρίου προετοίμαζαν την ανάστασιν της φύσεως με την επάνοδον της ανοίξεως καταστόλιστης με θέλγητρα και μυρίπνοα άνθη.