Ο Γεώργιος Τσιλιγκίρης γεννήθηκε στην Κερασούντα, την παραλιακή πόλη του Εύξεινου Πόντου, που ήταν από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της ναυτικό κέντρο. Αργότερα εξελίχθηκε σε διαμετακομιστικό σταθμό, μέσω του οποίου διακινούταν το σύνολο των προϊόντων της ευρύτερης περιοχής. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη Τραπεζούντας και μετά το 1913 αποτέλεσε νέα μητρόπολη, η οποία κατόπιν ενσωματώθηκε στην παλαιότερη μητρόπολη Χαλδίας και Χερροιάνων, με θερινή έδρα μητροπολίτη την Αργυρούπολη, ενώ η Κερασούντα αποτελούσε τη χειμερινή έδρα.
Ο πληθυσμός της ανερχόταν στους 20.000-22.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι Έλληνες ήταν περίπου 11.000-12.000, οι Τούρκοι 8.000 και οι Αρμένιοι 1.500.
Η μαρτυρία του Γεώργιου Τσιλιγκίρη περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Με τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο άρχισαν και οι δικές μας δυστυχίες. Στα 1915, Τον Ιούνιο μήνα, έγινε το πρώτο μεγάλο κακό, η εξόντωση των Αρμενίων. Ένα ωραίο πρωί τούς μάζεψαν όλους από τα σπίτια τους, άντρες, γυναίκες, γέρους, γριές, παιδιά, όλες τις ηλικίες και τους πήρανε Τούρκοι χωροφύλακες πως θα τους πάνε εξορία. Μόλις βγήκανε λίγο έξω απ’ την Κερασούντα τούς έσφαξαν όλους. Όταν αργότερα επιστρατευμένοι στον τουρκικό στρατό περνούσαμε από ‘κείνα τα μέρη, βλέπαμε τα πτώματά τους στις άκρες των ποταμιών. Είχε γίνει η αποσύνθεση και μύριζαν φοβερά. Ελάχιστοι Αρμένηδες γλίτωσαν απ’ τη σφαγή των Τούρκων.
Όσοι δέχθηκαν να τουρκέψουνε και όσοι τους χρειάζoνταν οι Τούρκοι, γιατί ήτανε γιατροί η φαρμακοποιοί. Κι απ’ τις γυναίκες, μόνον αυτές που δέχτηκαν να πάνε με Τούρκους.
Ιούνιο έγινε η σφαγή των Αρμεναίων, Σεπτέμβριο εκάλεσαν όλους τους χριστιανούς άνδρες από δεκαοχτώ χρονώ ως εξήντα να παρουσιαστούν στον τουρκικό στρατό. Η διαταγή ήτανε αυστηρή. «Όσοι δεν παρουσιαστούν θα κρεμαστούν», είπαν οι Τούρκοι. Οι Χριστιανοί κρύβονταν και προσπαθούσαν να γλιτώσουν. Μερικοί κατάφεραν κι έφυγαν με πλούσια πληρωμή στη Ρωσία. Κάθε μέρα, όμως, έπιαναν, και κάθε μέρα κρεμούσαν τους ανυπόκτακτους. Τότε φοβήθηκα κι εγώ, που κρυβόμουν στις αρχές, και παρουσιάστηκα. Και είκοσι άντρες την ημέρα θα πήγαιναν στην κρεμάλα. Μ’ έστειλαν στα μέρη της Σεβάστειας, σ’ ένα χωριό που ονομάζονταν Περκινίκ. Οι κάτοικοί του ήταν Αρμένηδες καθολικοί. Είχανε ωραία εκκλησία και μεγάλο σχολείο. Εμείς το βρήκαμε έρημο το χωριό. Τους είχανε εξοντώσει όλους οι Τούρκοι.
Τα τάγματα, που ήμασταν, ονομάζονταν τάγματα εργασίας ή αμελέ ταμπουρού στα τούρκικα. Όλοι δουλεύαμε, άλλοι στους δρόμους να κουβαλούνε πέτρες, άλλοι στα τότε μεταγωγικά, δηλαδή τους αραμπάδες με τα βόδια, άλλοι στην τέχνη που ήξεραν, όπως εγώ που με βάλανε στο ραφείο. Η κατάσταση ήτανε άθλια. Ούτε ρούχα δεν είχανε να δώσουνε στους επιστρατευμένους. Τους έδιναν κιλίμια για να βάλουνε επάνω τους και να μη γυρίζουνε γυμνοί. Χάμω κοιμόντανε και τους έβρεχε το χιόνι, η βροχή και τους κοκάλωνε το κρύο.
Εγώ έμεινα οχτώ μήνες στο Περκινίκ και μ’ έστειλαν ύστερα στο Σούσεχρι. Εκεί με βρήκε η αρρώστια, ο εξανθηματικός τύφος, που τους θέριζε όλους. Μ’ έστειλαν τότε με άδεια στην Κερασούντα. Έξι μήνες είχα άδεια και κατόρθωσα και πήρα και άλλους τρεις. Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος. Στα 1916 μα 1917 οι Τούρκοι εξόρισαν τους κατοίκους όλων των χωριών της Κερασούντας. Τους έστελναν τότε στην Αμάσεια, στο Νίκσαρ, στο Τοκάτ. Πάρα πολλοί τότε κατέφυγαν στην Κερασούντα, για να γλιτώσουνε. Τότε άρχισε κυρίως η τρομοκρατία και η δράση του περίφημου Τοπάλ Οσμάν. Πολλοί άνδρες πλήρωναν Τούρκους καπετάνιους κι έφευγαν στη Ρωσία.
Όταν τελείωσε η άδειά μου, δεν παρουσιάστηκα στις τουρκικές αρχές, με τον σκοπό να μπορέσω κι εγώ να φύγω στη Ρωσία. Κάποιος με πρόδωσε κι ένα πρωί ήρθανε στο σπίτι μου και με πήρανε Τούρκοι χωροφύλακες, να με πάνε στην ανάκριση. Στο γραφείο που με πήγανε, σ’ ένα τραπέζι ήταν καθισμένος ο ανακριτής με τα χαρτιά του, για να γράφει ό,τι θα έλεγα. Δίπλα του, σε μια πολυθρόνα, καθόταν ο Τοπάλ Οσμάν και κοντά ένας άλλος Τούρκος, ελληνομαθής από τον Όφι, για να χρησιμεύει σαν διερμηνέας. Ο Τοπάλ Οσμάν μιλούσε, ο Οφλής Τούρκος μετέφραζε στα ελληνικά και ο ανακριτής έγραφε.
Η πρώτη κουβέντα του Τοπάλ ήτανε: «Πες του να πει την αλήθεια, γιατί αλλιώς θα του βγάλω το μάτι». Ύστερα άρχισαν να με ρωτούν τι ήξερα γι’ αυτούς που φεύγανε στη Ρωσία, ποιοι ήτανε, πώς έφευγαν. Γυρεύανε να τους πω ονόματα. Ο Θεός μ’ έδωσε δύναμη και κρατήθηκα και δεν είπα τίποτε. Όλη την ώρα ο Τοπάλ έλεγε: «Σκυλί, θα σε τουφεκίσω αν δε μιλήσεις». Ήτανε και γνωστός μας και κάποτε μας έκανε και τον φίλο. Εκεί, στο γραφείο, έκανε σαν σκύλος. Όταν είδε πως δε μιλούσα με τίποτε, σήκωσε το χέρι του και με κτύπησε πολύ άσκημα στο κρανίο. Από τότε έπαθα κάποια βλάβη, όπως μου είπανε οι γιατροί και πάντα έχω πόνους κι αιμορραγίες.
Ύστερα απ’ την ανάκριση με πήρανε και με κλείσανε στη φυλακή. Έμεινα ενάμιση μήνα μέσα.
Ύστερα κρύφτηκα και προσπαθούσα να συνεννοηθώ και με άλλα παλικάρια για να φύγουμε στη Ρωσία. Πραγματικά, συνεννοηθήκαμε με τον Τουρσούν καπιτάν, που είχε μια μεγάλη βάρκα, κι ένα βράδυ του 1918, τον Ιούνιο μήνα, ξεκινήσαμε ενενηνταπέντε παλικάρια και φύγαμε για τη Ρωσία. Ο Τούρκος καπετάνιος πήρε πολλά λεφτά και πράματα. Όταν ήρθε στο σπίτι μας και είδε τα χαλιά και τα μεταξωτά παπλώματα που είχαμε, ζήτησε να του τα δώσουμε. Ο αδελφός μου ήτανε μηχανικός στην Πόλη και είχε πολλές δουλειές και πολλά χρήματα και μας έστελνε απ’ όλα τα καλά.
Νύκτα ξεκινήσαμε στα σκοτεινά και ταξιδέψαμε δύο ημερόνυκτα. Η βάρκα μάς έβγαλε στο Κοτόρ, παραθαλάσσιο μέρος κοντά στο Σοχούμ. Από ‘κει πήγαμε με αμάξια στο Σοχούμ. Όλοι πήγαμε εκεί. Υπήρχε πολύς ελληνισμός στην πόλη αυτή της Ρωσίας. Εγώ είχα εκεί παντρεμένη την αδελφή μου και πήγα κατ’ ευθείαν σ’ αυτούς. Πολύ γρήγορα έπιασα δουλειά σε ραφτάδικα. Έμεινα δώδεκα ακριβώς χρόνια στο Σοχούμ.
Στα 1919, μετά την Ανακωχή, ήρθανε στη Ρωσία πλοία του Ερυθρού Σταυρού κι έπαιρναν όσους ήθελαν να φύγουν, να πάνε ή στην Ελλάδα ή να γυρίσουνε στις πατρίδες τους στον Πόντο.
Πολλοί γελάστηκαν τότε και νόμισαν πως ο Πόντος θα γίνει ελληνικός και παρατήσανε τις δουλειές που είχανε, για να φύγουνε.
Φύγανε για την Τραπεζούντα, για την Κερασούντα, για το Ορdού, για την Αργυρούπολη. Πολλοί λίγοι έφυγαν για την Ελλάδα.
Εγώ, όπως είπα και πριν, έμεινα γιατί και καλά εργαζόμουνα και κανένα παράπονο δεν είχα. Όταν γεννήθηκε όμως ο γιος μου, πήρα την απόφαση να έρθω κι εγώ στην Ελλάδα. Ήθελα να μεγαλώσει στα ελληνικά χώματα και να γίνει πραγματικό Ελληνόπουλο. Στις 20 Ιανουαρίου, λοιπόν, του 1930 πήρα εισιτήριο σε ρωσικό πλοίο που έρχονταν στην Ελλάδα κι έφυγα οριστικά. Περιουσία δεν άφηνα. Μόνο τη δουλειά άφηνα. Όπου κι αν πας, όμως, αν θέλεις να κοπιάσεις, βρίσκεις δουλειά.
Η αδελφή μου με τον γαμπρό μου έμειναν εκεί. Πολλές φορές τους γράψαμε να έρθουνε εδώ στην Ελλάδα, κοντά μας, αλλά δεν θελήσανε. Είναι ευχαριστημένοι εκεί. Δουλεύουνε και ζούνε πολύ καλά. Γίνανε πια σα Ρώσοι αυτοί και τη γλώσσα τη ρωσική μάθανε καλά και τον τρόπο της ζωής των Ρώσων. Περισσότερο Ρώσοι είναι παρά Έλληνες. Εμείς πάλι, κάναμε καινούρια πατρίδα εδώ, στη Νέα Πεντέλη. Πρώτη η δική μου οικογένεια ήρθε. Ύστερα ακολουθήσανε οι άλλοι.