Η Μάρθα Σαχματοπούλου γεννήθηκε στον οικισμό Ντελίκ-Καγιά, ο οποίος λέγεται ότι πήρε την ονομασία του από τον μεγάλο διάτρητο βράχο που βρισκόταν απέναντι από την είσοδο του οικισμού, καθώς delik στα τουρκικά σημαίνει οπή και kaya σημαίνει βράχος.
Κτισμένος πάνω σε λόφο, με θέμα τη θάλασσα, ο οικισμός βρισκόταν περίπου 11 χλμ. νοτιοανατολικά των Κοτυώρων.
Ο ελληνικός πληθυσμός του αριθμούσε περίπου 170 άτομα που μιλούσαν ποντιακά και είχαν εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και δημοτικό σχολείο, το οποίο μοιράζονταν με το γειτονικό Κετσαϊλί. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και τη γεωργία, και τα φουντούκια που παρήγαν, τα εμπορεύονταν στα Κοτύωρα.
Η μαρτυρία της Μάρθας Σαχματοπούλου περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Εμείς στα 1916 δεν πήγαμε εξορία όπως πήγαν τα χωριά της Τρίπολης και της Κερασούντας. Πήγαμε στα 1920. Όμως πριν από την εξορία είχαμε κάπου κάπου προστριβές με τους Τούρκους.
Στα 1919 Τούρκοι κλέφτες πάτησαν το χωριό μας. Είπανε πως ήσανε όργανα του κράτους και πήραν τους άνδρες μας. Πήγαν πρώτα στου μουχτάρη το σπίτι. Στην Κέτσαλη έμενε ο μουχτάρης. Δεν τον βρήκαν κι ήρθαν στον πατέρα μου, που τον αντιπροσώπευε. Πήραν κι άλλους. Τους βαστάνε. Τα παλικάρια του χωριού οπλίστηκαν. Πήγαν σε μια άκρη του χωριού. Εμένα και τη μάνα μου μας τρώει το σκουλήκι «Ο πατέρας μας δεν φάνηκε!». Σουρούπωσε. Βράδιασε, τι θα γίνει; «Γκουχ, γκουχ, γκουχ» ακούγεται το βήξιμο του πατέρα μου. Ήρθε, μα ήρθαν κι αυτοί μαζί. Ο αδελφός μου πήγε κοντά: «Φύγε, θα σε πιάσουνε κι εσένα» πρόλαβε και του είπε ο πατέρας μου. Αυτοί είχαν το νου τους αλλού: οι δικοί μας οι οπλοφορεμένοι όπως ήσαν στην κρυψώνα τους, κάπνιζαν.
Τους είδαν οι κλέφτες, κατάλαβαν, και πήγαν και τους μάζεψαν έναν-έναν. Τους πήγαν έξω από το χωριό, τους έδεσαν τους ξυλοκόπησαν μέχρι αίματος και, στο μεταξύ, άλλοι λήστευαν το χωριό. Τους άφησαν μετά.
Στο χρόνο απάνω μάς πήγαν εξορία. Ήταν Σεπτέμβριος μήνας. Κλειδώσαμε τα σπίτια μας και παραδώσαμε τα κλειδιά. Πέντε μήνες περπατούσαμε. Σε δύο μέρες πήγαμε στο Τσάμπασι. Μετά πήγαμε σε ένα άλλο τούρκικο χωριό, δεν το θυμάμαι. Την τέταρτη μέρα πήγαμε στο Μελέτ παζαρί. Μείναμε μια μέρα. Από εκεί φτάσαμε στη Γοϊλάσαρη και τέσσερις μέρες μετά στη Ζάρα. Μείναμε τρεις μέρες. Περπατήσαμε τρεις μέρες κι ήρθαμε στη Ντίβρη. Εδώ μας πλάκωσε ένα χιόνι, ένα χιόνι! Αχ θαρρώ πως είναι εκείνη η ώρα. Φοβερό! Δεν έβλεπες τίποτ’ άλλο από άσπρο. Μετά από τρεις μέρες πήγαμε στο Άραπκερ. Αρμένικο χωριό, έρημο. Είχαν σφάξει όλους τους Αρμεναίους. Πήγαμε και πλυθήκαμε στο ποτάμι τους. Φύγαμε κι από κει. Σε πέντε μέρες περάσαμε τον Ευφράτη με κελέκι. Πήγαμε στο Γκüμüς μαdενί. Την άλλη μέρα πήγαμε στην Οσμανία και τρεις μέρες μετά πήγαμε στο Ντιαρμπεκίρ.
Λίγο λίγο ο θάνατος μάς θερίζει σ’ όλον αυτόν τον δρόμο, όμως ακόμη όχι πολύ. Από τώρα κι ύστερα αρχίζουν τα πολλά. Εκεί στο Ντιαρμπεκίρ μάς πήρε μια βροχή, ποτάμι! Καθόμασταν κι από πάνω μας έτρεχε το νερό, δεν έβρεχε. Ξημέρωσε. Μακριά, μέσα στα αμπέλια είδαμε ένα σπίτι. Περπατούμε, περπατούμε, πού να φτάσομε: Η λάσπη με το χόρτο γίνηκαν ένα. Κάτι σα λάστιχο. Κολλούν τα πόδια μας και δεν μπορούμε να βγούμε. Αυτοί που δεν μπορούν να ξεκολλήσουν, πέφτουν κάτω και πνίγονται. Εμείς καταφέραμε και φτάσαμε. Το πρωί η μάνα μου έδεσε τα σχοινιά και στέγνωσε τα ρούχα μας ένα ένα. Αλή πουάρ λέγανε το μέρος αυτό.
Την άλλη μέρα μάς στείλανε στο Χουρτούπελι. Κάτσαμε κάμποσο καιρό, φύγαμε μετά και πήγαμε στο Καράπασι. Αρμενοχώρι ήταν, όλο ερείπια. Είχαν σφάξει τους κατοίκους του και γκρέμισαν τα σπίτια τους. Κοιμηθήκαμε στο ύπαιθρο.
Ήμουνα και έγκυος. Μια δεκαπενταριά πήγαν και κοιμήθηκαν σ’ έναν τοίχο που στέκουνταν ακόμη. Γκρεμίστηκε ο τοίχος και τους σκότωσε όλους.
Περπατάμε και περπατάμε. Σε τρεις-τέσσερις μήνες γέννησα. Πέθανε το παιδί κι αρρώστησα εγώ. Πήγαμε στη Φαρχούρ ή Σιλιβάνι. Μετά δυο μέρες μάς τράβηξαν σ’ ένα χωριό τούρκικο, το Κιλισέ. Εδώ μας έκλεψαν ρούχα και λεφτά. Δεν μας άφησαν τίποτα. Καθίσαμε τρεις-τέσσερις μήνες και ξαναγυρίσαμε στο Φαρκούν. Αρχίσαμε να δουλεύομε. Πώς να ζήσομε; Κουβαλούσαμε ξύλα. Πηγαίναμε το πρωί κι ερχόμασταν το βράδυ. Από το Φαρκούν φύγαμε κρυφά. Πήγαμε στο Ντιαρμπεκίρ. Κάτσαμε κάμποσο. Πήγα και δούλευα στη δημαρχία. Κουβαλούσα λάσπη. Έτσι συντήρησα τη μάνα και τα δυο αδελφάκια μου.
Μια μέρα ήρθαν Αμερικάνοι. Άρχισαν να μας γράφουν. Μας πήραν. Είχαμε πάρει γράμμα από τον πατέρα μου και η μάνα με το μικρό αδελφό μου έμειναν να τον περιμένουν. Εγώ με το μεγαλύτερο αδερφάκι μου και με άλλους πολλούς περπατήσαμε δεκαεννιά μέρες και πήγαμε στα γαλλικά σύνορα. Περάσαμε με κελέκι τον Ευφράτη και πήγαμε στους Γάλλους. Μείναμε στο σταθμό. Την άλλη μέρα με το τρένο μάς έστειλαν στο Χαλέπι.
Στο Χαλέπι φτάσαμε χωρίς τίποτα. Φτώχεια, πείνα, αψιλία, ψείρα. Εκείνη την ημέρα ένας πλούσιος έκανε φαγιά: μια πίτα, επάνω ένα πιάτο πιλάφι και μέσα στο πιλάφι ένα μεγάλο κομμάτι κρέας. Λιγοθυμιά μ’ έπιασε ώσπου να πάρω το πιάτο. Όλοι φάγαμε ‘κείνην την ημέρα. Από κει μας έστειλαν στις σπηλιές. Στις σπηλιές, κόσμος και κόσμος! Εμείς δεν είχαμε παρά μόνο ένα σακουλάκι για το ψωμί μας. Ούτε φαΐ, ούτε λεφτά, ούτε στρώμα.
Με συγχωρείς, σαν τα σκυλάκια κοιμούμασταν· το κεφάλι μου πάνω στον αδελφό μου κι ‘κείνος πάνω μου το δικό του.
Κάτω κει στην πολιτεία ήταν ο θείος μου. Τον ειδοποίησαν μα δεν ήρθε να μας πάρει. Τον κορόιδευε ο κόσμος και μια μέρα ήρθε. «Εμείς θα φύγομε. Πάτε και ‘σείς μαζί μας στην Ελλάδα;» Με δυσκολία πήγαμε μαζί του. Πηγαίναμε, μαζεύαμε σαλιγκάρια, τα πουλούσαμε κι ο θείος μου μας έπαιρνε τα λεφτά. Το συσσίτιο το έπαιρνε η θεία μου και μας έδινε όσο ήθελε. Μια μέρα, μια γυναίκα που τα έβλεπε ορμήνεψε τον αδελφό μου: «Πεντακόσια σαλιγκάρια βρίσκεις, εκατό να λες και τα άλλα να τα κρατάς και να τρώτε, γιατί θα πεθάνετε». Μετά χωρίσαμε με τον θείο μου, γιατί ήσαν ανυπόφοροι. Πήγα και δούλευα στα χωράφια, να κάμω λεφτά και να ‘ρθούμε. Τα λεφτά τα έδινα στον αδελφό μου. Μαζέψαμε τα εισιτήρια και ήρθαμε. Βγήκαμε στον Αϊ-Γιώργη σε καραντίνα. Από κει, άλλοι πήγαν στα χωριά και άλλοι ήρθαν στην Αθήνα.