Ο Δημήτριος Πουλατσίδης γεννήθηκε στον ελληνικό οικισμό Γιαζίρ, που εκκλησιαστικά υπαγόταν στη μητρόπολη Νεοκαισάρειας (Νίκσαρ). Οι Έλληνες κάτοικοι ήταν τουρκόφωνοι, κυρίως κτηνοτρόφοι και καπνοκαλλιεργητές.
Στον οικισμό υπήρχε εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και Δημοτικό Σχολείο.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Πόλεμος 1914. Εξορίες. Έξοδος. Από το 1915 άρχισε το πρώτο άδειασμα του χωριού, και του δικού μας και των άλλων. Του Νίκσαρ τα χωριά, που έπεφταν ανατολικά από το Κελκίτ Τσάι, πέρασαν πιο ήσυχα και δεν είχαν τη δική μας αγωνία.
Εμείς, προς του Έρμπαα τη μεριά, πιο νωρίς στο αντάρτικο βγήκαμε και πιο πολλά τραβήξαμε. Από τον Κεμάλ και ύστερα, φόβος και τρόμος ήτανε. Αυτός είχε δικό του άνθρωπο, τον Τοπάλ Οσμάν, ένα σκυλί μονάχο, που έδρασε στα 1920.
Τότες έσφαξε όλο τον αντρικό πληθυσμό του Έρμπαα εκτός απ’ όσους βρίσκονταν στα βουνά.
Από τα χωριά άρχισαν να βγαίνουνε στο βουνό από τη σφαγή του «Αρμενίου» κι ύστερα. Και μερικοί Αρμένηδες που καταφέρανε και γλιτώσανε βγήκανε στα βουνά και κάνανε αντάρτικες ομάδες ανακατωμένες με τους Ρωμιούς.
Έβγαιναν στα βουνά και τα γυναικόπαιδα. Επτά χρόνια μείνανε στα βουνά, από το 1915 μέχρι το 1922 που έγινε η Ανταλλαγή. Τότες αρχίζανε και κατεβαίνανε από βουνό σε βουνό να βρούνε θάλασσα να φύγουνε. Φύγανε και από Σαμψούντα και από Τέρμε και από Ελεβί, πέρασαν και στη Ρωσία με καΐκια για πιο ασφάλεια και φύγανε από κει.
Πάσχα 1921 αδειάσανε οριστικώς όλα τα χωριά. Όσοι βρέθηκαν μέσα στο χωριό, το περισσότερο γυναικόπαιδα και γέροι πολλοί, τους στείλανε όλους εξορία. Τους πήγανε Ζάρα, τους πήγανε Μαλάτεια, τους πήγανε Ντιαρμπεκίρ, άγνωστα μέρη.
Οι περισσότεροι πέθαναν από την κούραση, τη γύμνια, την ταλαιπωρία, την πείνα, την αρρώστια, την ψείρα. Όσοι γύρισαν, μας τα έλεγαν κι ανατρίχιασε το πετσί μας.
Εγώ βγήκα στο βουνό στα 1919, μαζί μου πήρα και την οικογένεια. Κάτσαμε δύο χρόνια. Έβλεπα πως δεν θα ζήσουνε οι γυναίκες και πήρα την απόφαση να τις πάρω και να φύγουμε κρυφά κι αν βοηθήσει ο Θεός να βγούμε στη θάλασσα κι όπου βρούμε να πάμε.
Μαζί μου ήρθανε κι άλλοι πέντε-έξι. Κάναμε «μεταμφίεση», ντυθήκαμε Τούρκοι, νύχτα βαδίζαμε, μέρα κρυβόμαστε, άγρια χόρτα τρώγαμε, σε κανένα χωριό πληρώναμε και μας δίνανε λίγο ψωμί. Φτάσαμε στο Τέρμε. Δε μας καταλάβανε. Είχε μοτόρια εκεί κι άμα πλήρωνες σε παίρνανε και σε βγάζανε αλλού.
Τούρκοι τα είχανε τα μοτόρια. Ο Τούρκος όταν έχει ανάγκη από χρήμα, αγοράζεται και δεν μιλάει. Μπήκαμε μέσα καμιά δεκαπενταριά άνθρωποι. Φύγαμε νύχτα. Πήγαμε Νοβοροσίσκι στη Ρωσία. Δεν ήμαστε οι πρώτοι εκεί. Βρήκαμε κι άλλους Πόντιους.
Κάτσαμε τέσσερις μήνες, ακούσαμε πως έγινε Ανταλλαγή κι αποφασίσαμε να έρθουμε στην Ελλάδα. Ναυλώσαμε με τα δικά μας χρήματα ρώσικο καράβι και φύγαμε.
Περάσαμε αναγκαστικά απ’ την Πόλη για να βγούμε να ‘ρθουμε στην Ελλάδα. Εκεί οι Τούρκοι στείλανε διαταγή να κατεβούμε κάτω, να μείνουμε εκεί και ύστερα να φύγουμε. Εμείς δεν κατεβαίναμε. Έγινε φασαρία, ο καπετάνιος ο Ρούσος είπε «εγώ δεν τους παραδίνω» και μας έφερε και μας άφησε στον Πειραιά.
Χρόνος 1922 ήτανε, μετά επτά χρόνια ήρθαμε στη Νεοκαισάρεια της Κατερίνης.