Η λέξη θεμελίον (ή θεμελίο, θεμέλιν, θεμέλ’ και τεμέλ’), σήμαινε το θεμέλιο («Εσέγκα γερά θεμέλια» – Έβαλα γερά θεμέλια), αλλά και τη μεγάλη επίπεδη πέτρα πίσω από το τζάκι, από τη μια άκρη μέχρι την άλλη, όπου ακουμπούσαν τα καζάνια και άλλα μαγειρικά σκεύη, ή την εσοχή στον τοίχο, με επίπεδη επιφάνεια σαν ράφι: «Θέκον το ψωμίν ’ς σο θεμελίον ’κειές» – Ακούμπησε (βάλε) το ψωμί στο ράφι.
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.
- Με πληροφορίες από την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη.