Προέρχεται από το ουσιαστικό «αποσκευάρι» που περιγράφει το μέρος όπου οι Πόντιες αποθήκευαν τα οικιακά σκεύη, το ντουλάπι δηλαδή. Το ρήμα «αποσκευαρίζω» (διαβάζεται με παχύ σίγμα) χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά και μεταφορικά· συνολικά εννέα είναι οι σημασίες του, σύμφωνα με το Ιστορικό λεξικό της ποντικής διαλέκτου του Άνθιμου Παπαδόπουλου.
Κυριολεκτικά σημαίνει βάζω στη θέση τους τα σκεύη και τα έπιπλα του σπιτιού. «Αποσκευαρίζω το τραπέζιν» είναι η φράση για το μαζεύω τα πιάτα μετά το γεύμα, ενώ όταν φάω πολύ λέω «τρώγω κι αποσκευαρίουμαι». Επίσης το «αποσκευαρίζω» είναι το ρήμα της μετακόμισης αλλά και της κλοπής οικιακών σκευών. Δύο ακόμα κυριολεκτικές σημασίες είναι αυτή του σκουπίζω, καθώς και του αποχωρώ (επεσκευαρίεν απαδαπέσ’).
Μεταφορικά το ρήμα σημαίνει δίνω την κόρη μου για γάμο (τρία κορίτζα είχα κ’ επεσκευάριξα ’τα), ενώ σκωπτικά χρησιμοποιείται με την έννοια του απαλλάσσομαι από κάποιον λόγω… θανάτου, θάβω (επεσκευάριξα την πεθερά μου). Η τρίτη και τελευταία μεταφορική σημασία του ρήματος είναι δολοφονώ.
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.