Από το ουσιαστικό χαντζός, το οποίο προέρχεται από το παλαιό ακανθός, ένα ιδίωμα της Κρώμνης, προκύπτει το ρήμα χαντζεύω. Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Ιστορικό λεξικό της ποντικής διαλέκτου αναφέρει ότι η λέξη χρησιμοποιούνταν σε Κερασούντα, Κοτύωρα, Σάντα, Σούρμενα, Τραπεζούντα και Χαλδία.
Η βασική του σημασία είναι καψαλίζω, κυρίως χνούδια υφασμάτων ή πούπουλα πτηνών.
«Χαντζεύω το κρέας» σημαίνει ότι καίω το κρέας με ισχυρή φλόγα αλλά εκείνο στο εσωτερικό παραμένει ωμό. Μεταφορικά το ρήμα χρησιμοποιείται για κάποιον που μηχανεύεται πονηρά τεχνάσματα εναντίον κάποιου άλλου. Για άνθρωπο ύπουλο που βλάπτει χωρίς να φαίνεται στην ποντιακή διάλεκτο υπάρχει η φράση «αφκακέσ’ χαντζεύ’», ενώ για κάποιον που προσποιείται τον αναξιοπαθούντα υπάρχει η φράση «άμον χαντζεμέντζα κάτα».
Στα σύνθετα ουσιαστικά περιλαμβάνονται οι λέξεις: χαντζοκάτα (κυριολεκτικά σημαίνει την ύπουλη γάτα, αλλά χρησιμοποιείται και για ανθρώπους), και χαντζοκουρεύω (χρησιμοποιείται για το δριμύ ψύχος που «καίει» τις τρίχες»).
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.