Παραμονή Χριστουγέννων 2023. Δύο χρόνια πριν και η Ελλάδα ετοιμάζεται να ζήσει τη λάμψη των γιορτών. Ειδικά όταν έχουν προηγηθεί τα προ 3ετίας lockdown λόγω Covid-19, οι Έλληνες τρέχουν και γλεντάνε για να ισοφαρίσουν τα δυο πρόσφατα κλεισίματα. Μόνο που μια είδηση «μαύρισε» τη χαρά της γιορτής: Ο θάνατος του Βασίλη Καρρά.
Οι άνθρωποι του χώρου και φυσικά οι δικοί του ήξεραν ότι ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής έδινε τη μεγάλη μάχη της ζωής του.
Είχε μεταφερθεί εσπευσμένα στο Διαβαλκανικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, όντας προσβεβλημένος από COVID-19 και ενώ ήδη βρισκόταν σε θεραπεία για τον καρκίνο του πνεύμονα. Εκεί υπέστη ανακοπή καρδιάς και αυτό ήταν.
Η αγάπη του κόσμου
Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι η απώλεια του τραγουδιστή στεναχώρησε σχεδόν τους πάντες. Είτε άκουγαν λαϊκά, είτε όχι. Η ξεχωριστή φωνή του, το τεράστιο ρεπερτόριό του –που αρκετές φορές πήγε και σε άλλα μουσικά μονοπάτια, χωρίς να απαρνηθεί τα δικά του–, αλλά και το ότι δεν έκανε καριέρα με την προβολή και τα pr των εταιρειών, τον είχαν κάνει όχι απλά αγαπητό στον κόσμο αλλά «δικό του άνθρωπο»!
Ήταν τέτοια η αγάπη του κόσμου, που η σορός του τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στον Ιερό Ναό της Του Θεού Σοφίας στη Θεσσαλονίκη, στις 26 Δεκεμβρίου, δυο μέρες μετά τον χαμό του. Κηδεύτηκε στις 27 Δεκεμβρίου σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία στη γενέτειρα του, το Κοκκινοχώρι Καβάλας.
Και επειδή συνήθως όταν φεύγει κάποιος μεγάλος βγαίνουν στην επιφάνεια κάποιες άγνωστες ενίοτε και κουτσομπολίστικες λεπτομέρειες της ζωής του, στην περίπτωση του Βασίλη Καρρά, το μόνο που ακούστηκε ήταν οι αγαθοεργίες που είχε κάνει και ο ίδιος, δεν ήθελε να μαθευτούν.
Παράλληλα ήταν και απίστευτα αγαπητός και στους συναδέλφους του. Για αυτό και στη συναυλία που δόθηκε προς τιμήν του, στις 13 Ιουνίου 2025, στο Καλλιμάρμαρο, πολλοί συνάδελφοί του δήλωσαν το παρών. Και εδώ κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί πώς και διοργανώθηκε κάτι τέτοιο στην πρωτεύουσα για έναν Μακεδόνα με τεράστια αγάπη για τη βόρεια Ελλάδα και ειδικότερα τον τόπο καταγωγής του, την Καβάλα. Η απάντηση, λένε κάποιοι, βρίσκεται στο ότι ο πάντα ανατρεπτικός Βασίλης Καρράς είχε ως απωθημένο να ανέβει στην σκηνή του ιστορικού σταδίου στην καρδιά της Αθήνας, ενώνοντας με αυτό τον τρόπο το κοινό του «απ΄ το Βορρά μέχρι το Νότο».
Η σκληρή ζωή
«Δέκα χρόνων πουλούσε κουλούρια στις οικοδομές. Δεν ξέχασε ποτέ τη φτώχεια που βίωσε ως παιδί», έγραφε ο Θάνος Κανούσης στη βιογραφία του τραγουδιστή με τίτλο Καλησπέρα και καλή βραδιά. Δεν ξέχασε, αλλά και δεν το «πούλησε» ποτέ, για εύκολη συγκίνηση. Είναι τα στοιχεία του χαρακτήρα του, που σημειώσαμε πιο πάνω και που αγάπησε σε αυτόν ο κόσμος.
Ο Βασίλης Κεσογλίδης, όπως είναι το πραγματικό του επίθετο, γεννήθηκε στο Κοκκινοχώρι Καβάλας στις 12 Νοεμβρίου 1953. Μεγάλωσε σε μια φτωχική οικογένεια και από μικρός έμαθε τι σημαίνει μεροκάματο. Για αυτό και σπούδασε μηχανικός αυτοκινήτων. Για να υπάρχει και μια σιγουριά. Ήταν μάλιστα από τους καλύτερους.

Όμως ο νεαρός Βασίλης είχε καλλιτεχνικά όνειρα. Και παρά τις οικονομικές δυσκολίες πείθει τον πατέρα του να τον γράψει σε μια σχολή για να μάθει μπουζούκι. Παράλληλα έδωσε εξετάσεις στη δραματική σχολή του σκηνοθέτη και συγγραφέα Χριστόφορου Μάλαμα μπροστά στην Έλλη Λαμπέτη και στο Μάνο Κατράκη, και παρότι κέρδισε υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Γαλλία, αποφάσισε να μην αφήσει τη μητέρα του και τον άρρωστο πατέρα του. Προτίμησε να εγκαταλείψει το όνειρό του.
Αρχίζει να τραγουδάει σε κέντρο από 16 ετών στο νυχτερινό κέντρο «Πρόσφυγας» στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης –η οικογένεια είχε μετακομίσει στη συμπρωτεύουσα όταν ο Βασίλης ήταν 10 χρονών.

Στα 17 χάνει τον πατέρα του και η μητέρα του αναλαμβάνει να ζήσει τα 3 παιδιά της, δουλεύοντας κυρίως σαν καθαρίστρια. Και τα τρία παιδιά της τη λάτρευαν και μάλιστα όταν ο Βασίλης προσφερόταν να τη βοηθήσει στις δουλειές της, εκείνη δεν ήθελε.
Στα 21 του και συγκεκριμένα το 1974 ανοίγει το μαγαζί «Μαριλού» που ήταν αυτό που θα λέγαμε σήμερα «αφτεράδικο». Όμως το όλο εγχείρημα τελειώνει γρήγορα καθώς τον καλούν στην επιστράτευση για την Κύπρο και έτσι κλείνει το μαγαζί. Σε αυτό το μαγαζί γνωρίζει τη γυναίκα του Χριστίνα.
Όπως καταλαβαίνει κανείς, ο Βασίλης Καρράς έγινε ο μάνατζερ του εαυτού του. Το 1979 κυκλοφορεί τον πρώτο του δίσκο στην εταιρεία Vasipap που είχε έδρα στην Θεσσαλονίκη.
Δεν είχε διστάσει να παραδεχθεί πως όχι μόνο είχε πληρώσει ο ίδιος για να γίνουν οι πρώτοι του δίσκοι, αλλά έκανε μαζί με τον αδελφό του Δαμιανό ακόμα και αφισοκόλληση.
Και όταν τον σταματούσαν για άδειες, εκείνος τους έλεγε την πάσα αλήθεια και συνήθως γλίτωνε το πρόστιμο.
Πριν από το δισκογραφικό του ντεμπούτο, κατεβαίνει για λίγο στην Αθήνα, ύστερα από πρόσκληση του Μίμη Πλέσσα. Ο μεγάλος συνθέτης τον συστήνει στον ιδιοκτήτη της δισκογραφικής εταιρείας Lyra Αλέκο Πατσιφά και προσφέρεται να του γράψει και κάποια τραγούδια. Όμως ο Πατσιφάς του είπε, ότι μόλις είχαν κλείσει έναν λαϊκό τραγουδιστή, τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο επί προκειμένου, οπότε έπρεπε ο νεαρός Βασίλης να περιμένει.

Αρχίζουν οι πρώτες επιτυχίες στη Θεσσαλονίκη. Αλλά ο νεαρός «τρώγεται» να κατέβει στην πρωτεύουσα.
Η απίστευτη κάθοδος
Αν και ήταν άρχοντας στην Θεσσαλονίκη, τον έτρωγε να γίνει περισσότερο γνωστός. Κατά καιρούς είχε πιστέψει κάποιους «μάνατζερ» ότι θα τον έφερναν στην Αθήνα. Τελικά την ευκαιρία τη «δημιούργησε» μόνος του. Συγκεκριμένα σ’ ένα γραφείο γνωρίζει έναν επιχειρηματία, τον Μάκη που είχε ένα μαγαζί στο τέρμα Πατησίων. Τότε εκεί εμφανιζόταν ο Τζίμης Πανούσης ο οποίος όμως τελείωνε την επομένη βραδιά.
«Ωραία από Δευτέρα θα τραγουδάω εγώ» του είπε. Και στην ουσία έτσι πέτυχε αυτό που ήθελε.
Τα πρώτα τρία χρόνια στην Αθήνα ήταν πολύ ζόρικα. Σε βαθμό που είχε αναγκαστεί να προσλάβει σωματοφύλακες. Τελικά πούλησε το σπίτι του όπου έμενε έως τότε και μετακόμισε σε διαμέρισμα.

Παρόλα αυτά στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο Βασίλης Καρράς γίνεται μεγάλο όνομα. Και ανάμεσα στους θαυμαστές του ήταν και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Μάλιστα συνέβη, σύμφωνα με τη βιογραφία του συνέβη το παρακάτω:
«Όταν, λοιπόν, ήρθε στην Αθήνα ο Βασίλης και συγκεκριμένα στο Ποσειδώνιο, ένα βράδυ που γινόταν πανικός από τον κόσμο, λίγο πριν ξεκινήσει το πρόγραμμα γέμισε το καμαρίνι του από αξιωματικούς της Αστυνομίας, και λένε στον Γιάννη το παιδί που ήταν στα καμαρίνια “θέλουμε να μιλήσουμε στον Βασίλη”. Χτυπάει έντρομος την πόρτα του καμαρινιού ο Γιάννης και λέει στον Βασίλη “Kύριε Βασίλη, υπάρχουν κάποιοι αξιωματικοί αστυνομικοί κάτω και θέλουν να σου μιλήσουν”. “Πες τους ν’ ανέβουν”.
»Ανεβαίνουν πάνω οι αστυνομικοί που ήταν γεμάτοι άστρα στον ώμο, κάτι που κάνει εντύπωση στον Βασίλη, τον βάζει και σε υποψίες ότι κάτι σοβαρό τρέχει για να έρθουν όλοι αυτοί στο καμαρίνι του και τους χαιρετάει. “Καλώς τα παιδιά”, τους καρφώνει ο Βασίλης γεμάτος απορία. Τι θέλουν άραγε τόσοι γαλονάδες στο καμαρίνι του; “Καλησπέρα Βασίλη, είμαστε η φρουρά του Προέδρου”. “Ποιανού προέδρου;”, τους λέει ο Βασίλης κάνοντάς τους πλάκα, “του Ιωνικού;”. “Οχι”, του λένε, “του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Καραμανλή”. “Και τι θέλει ο Πρόεδρος από μένα;”, κάνει με απορία ο Βασίλης, μια και δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ στη ζωή του. “Θέλει να του γράψεις σε μια κασέτα μόνο το «Κάτω τα χέρια σου»”. “Εσείς δεν μπορείτε να τη γράψετε;”, τους λέει ο Βασίλης. “Μπορούμε, Βασίλη, αλλά τη θέλει από σένα και να είναι με την υπογραφή σου”.
»Ο Βασίλης δίνει την κασέτα στους αξιωματικούς, βάζει και την υπογραφή του και του την πήγαν. Τους έστειλε πάλι πίσω για να τον ευχαριστήσουν. “Να πείτε του Μακεδόνα”, λέει ο Πρόεδρος, “κατά τις δέκα το πρωί αύριο να έρθει στο γκολφ, στη Γλυφάδα, να γνωριστούμε από κοντά”.
»Χάρηκε ο Βασίλης με την πρόσκληση, αλλά δέκα το πρωί ραντεβού είναι κομμάτι δύσκολο για εκείνον. Ο Βασίλης κοιμάται συνήθως κατά τις εφτά το πρωί και έτσι δεν μπόρεσε ποτέ να ξυπνήσει για να γνωρίσει τον Εθνάρχη Μακεδόνα, που τόσο πολύ γούσταρε Βασίλη Καρρά. Μάταια η σύζυγός του Χριστίνα προσπαθούσε να τον πείσει να πάει, ο Βασίλης δεν εκμεταλλεύτηκε αυτή την πρόταση για να γνωρίσει και από κοντά τον πιο επώνυμο θαυμαστή του».
Η απαγωγή και ο τζόγος
Ο συγγραφέας Θάνος Κανούσης αναφέρθηκε και στην περιβόητη απαγωγή του Βασίλη Καρρά στο Αγρίνιο. «Ήταν πρώτο όνομα ο Βασίλης και στο χωριό εκεί υπήρχε πανηγύρι. Υπήρχαν άλλα δύο μαγαζιά και δύο επώνυμοι τραγουδιστές που θα τραγουδούσαν. Πήγαν δύο τύποι που του συστήθηκαν ως καπνέμποροι και του είπαν να τον πάνε εκεί που θα τραγουδούσε. Στο δρόμο, έκαναν δεξιά το αυτοκίνητο, σε κάτι καλαμπόκια, βγαίνουν 5-6 με πιστόλια, τον παίρνουν και τον πάνε σε ένα ακατοίκητο χωριό, για να μην τραγουδήσει, όπως και δεν τραγούδησε».

Ο ίδιος δεν έχει διστάσει να παραδεχθεί και μια τραυματική του αδυναμία: Τον τζόγο. Άρχισε να τζογάρει την εποχή που τραγουδούσε στη Γερμανία και αυτό το πάθος κράτησε περίπου μία δεκαετία. Είχε φτάσει μάλιστα στο σημείο να χάσει τα χρήματα με τα οποία είχε συμφωνήσει να αγοράσει ένα σπίτι για την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη. «Πήγαν με τη Χριστίνα και το έκλεισαν. Δίνει μια μεγάλης αξίας προκαταβολή και συμφωνεί με τον εργολάβο πως τον επόμενο μήνα θα το ξοφλήσει. “Θα πάω”, του λέει, “ένα τριήμερο στη Στοκχόλμη. Με το που θα έρθω, θα σ’ τα δώσω και θα σε ξοφλήσω”». Έδωσαν τα χέρια, υπέγραψαν τα χαρτιά και έφυγε για Στοκχόλμη.
Κάτω από το μαγαζί που εμφανιζόταν υπήρχε μία μπαρμπουτιέρα. Πλακώνεται ο Βασίλης στο μπαρμπούτι, και όχι μόνο έχασε τα χρήματα για το σπίτι, αλλά έμεινε και τελείως άφραγκος. Πώς να το πει στη Χριστίνα ότι έχει χάσει το σπίτι και δεν έχει φράγκο ούτε για ταξί! Όταν έφτασε στη Θεσσαλονίκη, λέει στη Χριστίνα: «Πήγαινέ με στον άνθρωπο να του δώσω τα λεφτά να τελειώσουμε με το σπίτι…»
Η Χριστίνα δεν ψυλλιάστηκε τίποτα. «“Πάρε και μια κούτα τσιγάρα για το σπίτι”. “Ωχ!” έκανε η Χριστίνα, “κατάλαβα”». Η Χριστίνα γνώριζε το πάθος του για τον τζόγο, αλλά δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί και να γνωρίζει το βάθος του προβλήματος.
«Ο Βασίλης πάει στο καφενείο και βρίσκει τον μπαρμπα-Κώστα που αγόρασε το σπίτι και του λέει:
“Μπαρμπα-Κώστα, πόσα παιδιά έχεις;”.
“Δύο”, του απαντά με απορία ο μπαρμπα-Κώστας.
“Λάθος κάνεις, μπαρμπα-Κώστα, τώρα θα έχεις τρία”.
»Δεν καταλάβαινε ο μπαρμπα-Κώστας και συνέχιζε με απορία.
“Ρε παιδάκι μου, θα με τρελάνεις; Δεν ξέρω πόσα παιδιά έχω;”.
“Ακου”, του λέει ο Βασίλης και του ανοίγει την καρδιά του. Του λέει με κάθε ειλικρίνεια όλη την ιστορία από την αρχή.
“Λοιπόν, μπαρμπα-Κώστα, θα παίρνεις από το μαγαζί χρήματα, από το μαγαζί που δουλεύω, μέχρι να σε ξοφλήσω. Αλλά δεν θέλω να μάθει κανένας αυτό το μυστικό μας γιατί θα πεθάνω απ’ τη στεναχώρια μου. Δεν θέλω να το μάθει κανείς, εγώ, εσύ και ο Θεός, κανένας άλλος. Θα βάλουμε και κάτι παραπάνω και πάμε τώρα στην τράπεζα να το υπογράψουμε”.
“Εντάξει”, του λέει ο μπαρμπα-Κώστας»…
Οι αλήθειες της ζωής του
Μεταξύ των άλλων ο Βασίλης Καρράς μπήκε στο Γκίνες με την επιτυχημένη συναυλία του στο στάδιο Arena της Βουλγαρίας, το 2017, συγκεντρώνοντας 17 χιλιάδες κόσμου, ενώ 5 χιλιάδες που δεν πρόλαβαν εισιτήρια παρακολουθούσαν τη συναυλία έξω με videowall.
Τι γινόταν όμως, όταν έσβηναν τα φώτα και έμενε ο Βασίλης εκτός πίστας και θαυμαστών; Ο ίδιος δεν έκρυβε τη λατρεία του για την σύζυγό του Χριστίνα και την κόρη τους Ειρήνη.
«Η Ειρήνη, η κόρη μου, είναι ένα καταπληκτικό παιδί και είμαι πολύ περήφανος για αυτή. Η μάνα της την μεγάλωσε μόνη της σχεδόν και της έδωσε όλα εκείνα τα εφόδια για να γίνει μια καταπληκτική γυναίκα. Το λέω αυτό, γιατί εγώ ξενυχτούσα και δεν με έβλεπε πολλές ώρες. Δεν μπορεί ο πατέρας να πει ότι βοήθησε πολύ στην ανατροφή του παιδιού του, όταν κάνει αυτή τη δουλειά. Έκανα ότι ήταν δυνατό. Έχει όμως μια σωστή ανατροφή, ξέρει τα πράγματα από τη σωστή τους πλευρά, ξέρει τι της γίνεται, ξέρει ποια είναι και ξέρει κυρίως τι σημαίνει να είσαι κόρη του Βασίλη Καρρά!» εξομολογήθηκε ο τραγουδιστής για τις δύο γυναίκες της ζωής του.

Μέσα από τη αυτοβιογραφία του, με τίτλο Καλησπέρα και καλή βραδιά, ο Βασίλης Καρράς αποχαιρέτησε και την αγαπημένη του σύζυγο. «Στο ταξίδι αυτό, δεν θα σε πάρω μαζί μου Χριστίνα. Πρέπει να μείνεις πίσω, να βοηθάς τους ανθρώπους, έχεις τρόπο δικό σου εσύ… γι’ αυτό σ’ αγαπώ».
Όπως αναφέρει, μεταξύ άλλων, στον πρόλογό του ο συγγραφέας: «Ήταν περήφανος για την ποντιακή καταγωγή του, την οικογενειακή του περιπέτεια και για τον θρίαμβο της προσωπικής του καριέρας, μιας καριέρας που δεν περιγράφεται με λόγια. “Έχω ζήσει δέκα ζωές”, μου έλεγε πάντα, “και η αγάπη που έχω πάρει δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα χρυσάφι του κόσμου!”. Και λίγο πριν τελειώσουμε τούτο το βιβλίο, ήρθαν τα κακά μαντάτα για την υγεία του. Τον είδα μετά τις επεμβάσεις αρκετά αδυνατισμένο, αλλά αποφασισμένο για ζωή και χαρούμενο που όλα είχαν πάει καλά».
Δυο χρόνια μετά. Και κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι ο Βασίλης Καρράς δεν είναι εδώ.
Τον θυμίζουν τα τραγούδια του, οι ιστορίες της ζωής του. Και αν θέλαμε να περιγράψουμε με λίγα λόγια την δοτικότητά του, αρκούν τα λόγια που είχε πει στον κόσμο, στη μεγάλη συναυλία που είχε δώσει για τα 40 χρόνια της καριέρας του: «Εγώ σήμερα έχω ολοκληρωθεί, σαν καλλιτέχνης, σαν άνθρωπος, με την αγάπη που εισπράττω. Μακάρι ο Θεός να μου έδινε τη δύναμη, να την μοιράσω».

Σπύρος Δευτεραίος
















