Η φωνή του Χρύσανθου Θεοδωρίδη δεν ήταν μόνο σπάνια. Ισοδυναμούσε με το κλάμα της προσφυγιάς, τη νοσταλγία μιας πατρίδας που φαινόταν πως χάθηκε αλλά στην πραγματικότητα δεν ξεχάστηκε ποτέ, την αντοχή ενός λαού που έμαθε να αγωνίζεται για να επιβιώνει. Όταν μιλά κανείς για τον Χρύσανθο, δεν μιλά απλώς για έναν σπουδαίο τραγουδιστή. Μιλά για έναν άνθρωπο που ενσάρκωσε τον Πόντο – όχι γεωγραφικά, αλλά ψυχικά και πολιτισμικά.

Ο Χρύσανθος Θεοδωρίδης γεννήθηκε σαν σήμερα, 22 Δεκεμβρίου, το 1934 στην Οινόη Κοζάνης. Οι γονείς του είχαν εγκατασταθεί εκεί ως πρόσφυγες από το χωριό Πεζιρκιάν-Κετσίτ του Καρς, κουβαλώντας μαζί τους τη βαριά κληρονομιά της απώλειας και της προσφυγιάς. Ο Πόντος δεν ήταν για τον Χρύσανθο μια πατρίδα που έχασε, αλλά η ψυχή που κληρονόμησε. Μια πατρίδα που ζούσε μέσα από τις αφηγήσεις των παππούδων και των γιαγιάδων, μέσα από τα τραγούδια, τους θρήνους και τα παρακάθια.
Τελείωσε το δημοτικό σχολείο στην Οινόη και γράφτηκε στο Βαλταδώρειο Γυμνάσιο Κοζάνης. Όμως η ζωή δεν του επέτρεψε να ακολουθήσει μια ήσυχη πορεία. Εν μέσω του Εμφυλίου, όταν ήταν μόλις 13 ετών, ο πατέρας του Κωνσταντίνος δολοφονήθηκε. Το γεγονός αυτό θα σημαδέψει ανεξίτηλα τη ζωή του. Η οικογένεια, μαζί με τη γιαγιά Πελαγία –μια από τις δύο μεγάλες αγάπες της ζωής του– αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Οινόη και να καταφύγει στη Δραπετσώνα του Πειραιά. Εκεί, τα παιδιά μπαίνουν πρόωρα στον αγώνα του βιοπορισμού.
«Ο Χρύσανθος τραγουδούσε από μωρό», θυμόταν αργότερα η αδερφή του Ευλαμπία Νικολαΐδου. Και πράγματι, η φωνή του έμοιαζε να προηγείται της ζωής του. Στα 15 του χρόνια, λίγο πριν εκπνεύσει η δεκαετία του ’40, έκανε την πρώτη του μεγάλη εμφάνιση μπροστά σε ευρύ κοινό, ξεκινώντας ραδιοφωνικές εκπομπές στην Αθήνα. Εκεί, μαθήτευσε δίπλα σε ιερά τέρατα της ποντιακής παράδοσης, όπως ο Νίκος Παπαβραμίδης, ο θεατράνθρωπος Νίκος Σπανίδης και ο Μπαϊρακτάρης. Εκείνη την περίοδο της ζωής του, δεν μαθαίνει απλώς τραγούδια· μαθαίνει ήθος, τρόπο, ευθύνη απέναντι στην παράδοση.

Το 1959 μετακομίζει στη Θεσσαλονίκη. Από το ραδιόφωνο της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης, μαζί με τον Γώγο Πετρίδη, η φωνή του αρχίζει να γίνεται σημείο αναφοράς για το προσφυγικό στοιχείο. Όταν επιχειρήθηκε η διακοπή των εκπομπών, η αντίδραση του κόσμου ήταν άμεση και δυναμική. «Ήθελαν να τις κόψουν, αλλά ο κόσμος αντέδρασε», θα πει ο ίδιος αργότερα.
Η συνάντησή του με τον Γώγο Πετρίδη θα αποδειχθεί ιστορική. Ο Γώγος, ο «πατριάρχης της ποντιακής λύρας», και ο Χρύσανθος, το «αηδόνι του Πόντου», σχηματίζουν το πιο εμβληματικό δίδυμο στην ιστορία της ποντιακής μουσικής. Για πρώτη φορά, δίπλα στον μεγάλο λυράρη στέκεται ένας τραγουδιστής με φωνητικές και ερμηνευτικές ικανότητες που ξεπερνούν τα δεδομένα της εποχής. Μαζί θα γίνουν οι πρώτοι Πόντιοι επαγγελματίες καλλιτέχνες, ζώντας αποκλειστικά από το ποντιακό τραγούδι και ανοίγοντας τον δρόμο για την είσοδό του στη νυχτερινή διασκέδαση.
Οι πρώτες εμφανίσεις τους γίνονται σε καφενεία και ταβέρνες, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 δημιουργούνται στη Θεσσαλονίκη αμιγώς ποντιακά κέντρα.
Η συνεργασία τους, αν και όχι πάντα ανέφελη, θα αποτυπωθεί σε δύο δίσκους 78 στροφών με τίτλο Τα τραγούδια του Πόντου και σε περιοδείες στο εξωτερικό. Το ταξίδι στις ΗΠΑ το 1971 θεωρείται σταθμός, ενώ θα ακολουθήσουν εμφανίσεις στη Γερμανία το 1964 και το 1972.
Παράλληλα, ο Χρύσανθος χαράσσει τη δική του πορεία στη δισκογραφία. Ο πρώτος του δίσκος 78 στροφών κυκλοφορεί το 1954. Όμως το μεγάλο άνοιγμα θα έρθει το 1974, όταν τον ανακαλύπτει ο Χριστόδουλος Χάλαρης, μελετητής της κοσμικής βυζαντινής μουσικής.
Η συνεργασία τους θα αποδώσει πέντε δίσκους και ένα τραγούδι-σταθμό: το «Μάνα μου, Μάνα».
Από εκείνη τη στιγμή, η φωνή του Χρύσανθου περνά τα στενά όρια της ποντιακής κοινότητας και φτάνει σε ένα ευρύτερο, έντεχνο ακροατήριο. Οι εμφανίσεις του στις μπουάτ της Πλάκας θα τον φέρουν μπροστά στον «καλό κόσμο» της εποχής, χωρίς ποτέ να αλλοιώσει την ταυτότητά του.
Γιατί, όσο κι αν άνοιξε τα φτερά του, ο Χρύσανθος παρέμεινε πάνω απ’ όλα τραγουδιστής του Πόντου. Η στιχουργική του ικανότητα ήταν ακόμα ένα χάρισμα. Έγραφε στίχους παντού: σε χαρτόνια από κουτιά σαμπάνιας, σε πακέτα τσιγάρων, σε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Τα θέματά του ήταν η μάνα, η ορφάνια, η φτώχεια, η ξενιτιά, η αγάπη, αλλά πάνω απ’ όλα ο ιστορικός Πόντος. Όπως είχε πει το 1977 στη Σουηδία, εξηγώντας το «Αναστορώ τα παλαιά», η νοσταλγία για τους τόπους των προγόνων είναι κάτι που δεν φεύγει ποτέ από την ποντιακή ψυχή.
«Στις παρέες, σε κοίταζε και έγραφε στίχο. Έβγαζε τραγούδια για τον πατέρα μου και έκλαιγε», είχε αποκαλύψει η αδερφή του Ευλαμπία Νικολαΐδου.
Τα ταξίδια του, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, τον έφεραν σε επαφή με πρόσφυγες της πρώτης γενιάς, από τους οποίους κατέγραψε μελωδίες που κινδύνευαν να χαθούν. Τις επεξεργάστηκε, άλλαξε στίχους, αλλά κράτησε τον πυρήνα τους ζωντανό. Γι’ αυτό και δικαίως χαρακτηρίστηκε «άτυπος λαογράφος». Όπως έγραψε κάποτε ο καθηγητής Κωνσταντίνος Φωτιάδης, «η φωνή του Χρύσανθου έγινε η συνείδηση του ποντιακού στοιχείου».
Η φωνή του ήταν πράγματι μοναδική. Με εξαιρετικά σπάνιο ηχόχρωμα, μπορούσε να τραγουδήσει σχεδόν σε όλες τις τονικότητες, ακόμη και σε αφύσικα τονικά ύψη. Χρησιμοποιούσε την τεχνική των ζουρνατζήδων, τραγουδώντας «από το στομάχι», όπως είχε αποκαλύψει ο ίδιος και εισήγαγε τη δεκαετία του ’70 το φαλτσέτο στο ποντιακό τραγούδι – μια τεχνική που απαιτεί χρόνια εξάσκησης και αψεγάδιαστο έλεγχο της φωνής.
Δεν είναι τυχαίο που ο Γιάννης Μαρκόπουλος τον είχε αποκαλέσει «μία από τις επτά φωνές του πλανήτη».

Στη ζωή του, ο Χρύσανθος είχε και μια μεγάλη αγάπη: την Αναστασία Παχατουρίδου, την Τασούλα του, το «Στουλάρι» του, όπως την αποκαλούσε. Παντρεύτηκαν το 1967 και έμειναν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του. Όπως είχε πει ο Κωνσταντίνος Φωτιάδης, ήταν «η μούσα του, η νεράιδά του». Το σπάνιο ντοκουμέντο από το 1977, όπου οι δυο τους τραγουδούν «Τη Τρίχας το γεφύριν» στο ντοκιμαντέρ «Ο Χρύσανθος στη Σουηδία», αποτυπώνει μια μοναδική διαλογική ερμηνεία: ο Χρύσανθος ως αφηγητής και πρωτομάστορας, η Τασούλα ως δαίμονας του ποταμού, με τη λύρα του Δημήτρη Κουγιουμτζίδη να συνοδεύει. Η Τασούλα Παχατουρίδου έφυγε από τη ζωή το 2018.
Σπάνιες συνεργασίες
Στην τεράστια μουσική του πορεία, ο Χρύσανθος είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί με τέσσερις γενιές καλλιτεχνών: από τον Στέλιο Καζαντζίδη μέχρι τον Νίκο Ξυλούρη και τη Μαρίζα Κωχ.
Ένωσε μουσικά τον Πόντο με την Κρήτη και το Αιγαίο, λειτουργώντας ως μοναδικός συνδετικός κρίκος της παράδοσης.
Ακόμα ένας σταθμός στην καριέρα του Χρύσανθου ήρθε στα τέλη του 1993, μόλις λίγους μήνες προτού ο τότε πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου προτείνει και η Βουλή των Ελλήνων προχωρήσει στην επίσημη αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων, ορίζοντας την 19η Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο».
Ήταν η καλύτερη χρονική στιγμή για να ενώσει τις δυνάμεις του με μία από τις ωραιότερες φωνές της Ελλάδας, τον Στέλιο Καζαντζίδη που επίσης με την πρώτη ευκαιρία τραγουδούσε τον Πόντο.
Οι δύο καλλιτέχνες ένωσαν τις ποντιακές ψυχές τους και το τεράστιο ταλέντο τους και δημιούργησαν έναν δίσκο που έμεινε στην ιστορία. Ο λόγος για τα Τ’ αηδόνια του Πόντου, μια δισκογραφική δουλειά που αγαπήθηκε αμέσως από το κοινό και γνώρισε σπάνια επιτυχία για το είδος της, ξεπερνώντας τις 30.000 πωλήσεις – μια επίδοση που δύσκολα πετύχαινε τότε μια καθαρά ποντιακή παραγωγή.
Η τελευταία του εμφάνιση έγινε λίγες ημέρες πριν φύγει από τη ζωή, στις 28 Μαρτίου 2005, στο έργο του Κωνσταντίνου Φωτιάδη Μνήμη μου σε λένε Πόντο. Στις 30 Μαρτίου υπέστη εγκεφαλικό που επηρέασε όμως καθοριστικά τη λειτουργία της καρδιάς του. Δύο ημέρες αργότερα, εκατοντάδες άνθρωποι τον αποχαιρέτησαν στο κοιμητήριο του Ευόσμου. Το φέρετρό του ήταν σκεπασμένο από την ποντιακή και την ελληνική σημαία και δεκάδες λύρες έπαιζαν καθώς τον συνόδευαν στην τελευταία του κατοικία.

Ο Χρύσανθος έφυγε, αλλά η φωνή του έμεινε. Έμεινε ως τραγούδι, ως μνήμη, ως παρηγοριά. Έμεινε ως το αηδόνι του Πόντου που δεν σώπασε ποτέ.
Κάλλια Λαμπροπούλου
















