Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «Του ταπεινού Ρωμανού τούτο το ποίημα». Διαβάστε το Μέρος Α’, το Μέρος Β’ και το Μέρος Γ’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιη’. »Εδώ, λοιπόν, τα ομολογώ μπροστά σας και τα λέω, στα φωναχτά, στα φανερά, ενώπιον των Αρχάγγελων και πάντων των Αγίων,
»όσα ο ίδιος βίωσα με αυτές εδώ τις κόρες που παίρνω τώρα εγώ μαζί κοντά μου να τις έχω.
»Θλιμμένο αυτές με βρήκανε κι άγρια πεινασμένο, κι αμέσως μου έδωσαν φαΐ, να φάω να χορτάσω.
»Και πάλι, όταν με βρήκανε στεγνό και μαραμένο από τη δίψα την πολλή, πρόθυμα αυτές με πότισαν, να πιω να ξεδιψάσω.
»Κι όταν με είδαν να γυρνώ, απόκληρο και ξένο, με πήρανε στο σπίτι τους λες κι ήμουνα γνωστός τους.
»Φυλακισμένος ήμουνα, κρατούμενος, δεσμώτης κι ήρθαν να με φροντίσουνε.
»Ήρθαν να με επισκεφτούν άρρωστος όταν ήμουν,
»και γενικώς φυλάξανε, με ακρίβεια κι επιμελώς, όλες τις εντολές μου.
»Γι’ αυτό λοιπόν και βρήκανε εκείνο που ποθούσαν:
»το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
ιθ’. »Απ’ όλα αυτά όμως εσείς, στον κόσμο όσο βρισκόσασταν, δεν κάνατε ούτε ένα. Ναι, τη νηστεία κρατήσατε
»και παρθενία ασκήσατε και αρετή επιδείξατε, τουλάχιστον στα λόγια.
»Αλλά χωρίς τα έργα αυτά, τα ευσεβή και τέλεια, άδικα κοπιάσατε.
»Οι ξένοι παρακάλαγαν, ήταν αναγκεμένοι κι εσείς τους προσπερνούσατε, όπως και τους αρρώστους.
»Μα και στους πεινασμένους δεν είναι ότι δώσατε μια χείρα βοηθείας.
»Ζούσατε και χορταίνατε μόνο με υποκρισία·
»δήθεν σεμνές και σοβαρές, σπουδαίες πάντα νιώθατε μες στη σκληρή καρδιά σας.
»Άνθρωποι άποροι, φτωχοί, χτυπούσανε την πόρτα σας και δεν τους δώσατε ποτέ παραμικρή βοήθεια.
»Πώς, το λοιπόν, ζητάτε
»το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι;
κ’. »Το δόσιμο ολόκληρου του εαυτού με οίκτο, με περισσή συμπόνοια, δεν το καταδεχτήκατε. Άπορους και ρακένδυτους, πάροικους
»κι όσους ξένους ποτέ δεν τους προσφέρατε κάλυμμα, καταφύγιο, μια κάποια προστασία.
»Στον πόνο όσων ζούνε πικρή ζωή στη φυλακή ή όπου είναι δεσμώτες, τ’ αυτιά σας πάντα είχατε κλειστά και βουλωμένα.
»Τους άρρωστους δεν πήγατε λιγάκι να τους δείτε. Και τους φτωχούς, τους ενδεείς,
»τους καταφρονεμένους, όταν παρακαλούσανε, ούτε που τους κοιτούσατε· έστω ένα βλέμμα χαρωπό με λίγη καλοσύνη ‒ούτε κι αυτό δεν δώσατε.
»Είχατε πάντα απανθρωπιά,
»κι ανάμεσά σας είχατε φίλη και συμβουλάτορα αυτή την ίδια την οργή, όχι την ευσπλαχνία.
»Πώς, το λοιπόν, τολμάτε; Εσείς που λειτουργήσατε έτσι μες στη ζωή σας,
»να επιζητάτε τώρα
»το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι;
κα’. »Με βλέμμα αλαζονικό κοιτάζατε τους πάντες, περιφρονώντας τους φτωχούς.
»Άσπλαχνες όπως ήσασταν, κανένας δεν βρισκότανε που να σας συμπαθήσει.
»Αλύπητα στρεφόσασταν ενάντια στον καθένα, για κάποιο σφάλμα που έκανε και έφταιγε για κάτι· εσείς! που μέρα δίχως φταίξιμο δικό σας δεν υπήρξε.
»Προς τους συμπατριώτες σας απάνθρωπα φερόσασταν, λες κι ήσασταν αλάνθαστες, τέλειες πάντα σ’ όλα.
»Αυτούς που δεν νηστεύανε τους είχατε για απόβλητους
»και τους εγγάμους πάλι τους βλέπατε με απέχθεια.
»Τους εαυτούς σας μόνο νομίζατε για δίκαιους, πέρα από εσάς κανένας·
»μα όλα αυτά από μόνες σας πριν καν ακόμα λάβετε
»το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
κβ’. »Από τη μία κάνατε νηστεία απ’ τις τροφές, και με αυτοσυγκράτηση κάποιες από εκείνες ούτε που τις αγγίζατε. Αλλά προς τους ανθρώπους; Καμία αυτοσυγκράτηση
»και δώσ’ του λοιδορία, δώσ’ του συκοφαντία ‒ δεν είχε εκεί νηστεία.
»Ναι, είχατε αγνεία, αλλά δεν ήταν καθαρή. Γιατί, με τα ακάθαρτα τα λόγια που εκστομίζατε
»κάθε ‒μα κάθε!‒ μέρα συνέχεια την λερώνατε. Και ποια, λοιπόν, ωφέλεια
»να έχει μια σεμνότητα που δεν είναι καθ’ όλα και από κάθε άποψη ‒προπάντων και στη σκέψη‒ σεμνότατη και καθαρή;
»Λοιπόν, συμφέρει κάποιον πιο πολύ να τρώει και να πίνει
»μα να ’ναι σ’ όλα συνετός, παρά το να νηστεύει με μια νηστεία ατελή
»που δεν προβλέπει αποχή απ’ όλα όσα βλάπτουν.
»Πώς να ζητήσει τότε αυτός
»το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι;
κγ’. »Γιατί νηστεία ωφέλιμη δεν είναι, δεν λογίζεται, παρά μονάχα εκείνη που έχει την ιδιότητα τα πάντα να εκριζώνει, να μην αφήνει τίποτε, όλα να τ’ αποτρέπει:
»και λογισμούς ανάρμοστους και πράξεις επιζήμιες.
»Άλλωστε κι η εγκράτεια της σάρκας δεν στεριώνει σ’ ένα κορμί που τριγυρνά απρόσεκτα, χωρίς αυτοσυγκράτηση μες στης ζωής τους δρόμους.
»Υπάρχει, όμως, θεμέλιο πρέπον για τη νηστεία και πρέπει με ασφάλεια
»τούτο να το στεριώσουμε κι απάνω εκεί να χτίσουμε τον οίκο της σαν κάστρο.
»Και από εκεί και έπειτα είναι η ελεημοσύνη που την φωτίζει δυνατά κι ολόλαμπρη την κάνει.
»Μα είναι κι η ευσέβεια που πλούσια την τροφοδοτεί, σαν λίπασμα που το δεντρί πανύψηλο το κάνει.
»Αυτές οι δυο αρετές είν’ οι ψηλοί καστρότοιχοι που την περιφρουρούνε
»κι ανοίγουνε το δρόμο μας για
»το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
κδ’. » Νηστεία και αγνότητα, λοιπόν, σε τι ωφελήσαν, καθώς τις αναμίξατε με την αλαζονεία;
»Πραότητα δεν θέλατε· με το θυμό για συντροφιά πάντα αγκαλιασμένες ήσασταν και πηγαίνατε ‒ τι έρωτας μεγάλος!
»Εγώ, όμως, είμαι πράος· κι έτσι τους πράους ήθελα, πολύ τους αγαπούσα και άφεση τους έδινα, πάντα τους συγχωρούσα.
»Την πλάτη μου γυρίζω εγώ σ’ αυτούς που ενώ νηστεύουν, με ασπλαχνία φέρονται.
»Αντίθετα, σ’ όλους αυτούς που ενώ τρώνε απ’ όλα, χωρίς νηστείες, μα έχουνε μες στην καρδιά ευσπλαχνία, ανοίγω εγώ μια αγκαλιά κι όλους τους κλείνω μέσα.
»Εκείνους που είναι απάνθρωποι, ας είναι και παρθένοι, πολύ τους αποστρέφομαι.
»Μα όσους είν’ φιλάνθρωποι –και έγγαμοι αν είναι–, τους σέβομαι και τους τιμώ.
»Άξιος τιμής και σεβασμού είναι στ’ αλήθεια ο γάμος που τον κοσμεί η σύνεση κι η εγκράτεια αντάμα.
»Γι’ αυτό και τούτος έχει
»το άφθαρτο, το αιώνιο, το αμάραντο στεφάνι.
















