Ο Παύλος Τζιτιρίδης γεννήθηκε στον οικισμό Τεπέγιομα, κτισμένου σε ράχη λόγου, σε υψόμετρο 650μ., 10,5 χλμ νότια της Πουλαντζάκης και 17,5 χλμ. νοτιοδυτικά της Κερασούντας. Εκκλησιαστικά ο οικισμός άνηκε στη δικαιοδοσία της μητρόπολης Χαλδίας και Χερροιάνων, με έδρα μητροπολίτη την Αργυρούπολη.
Ο ελληνικός πληθυσμός ανερχόταν στους 284 κατοίκους, που προέρχονταν κυρίως από τις περιοχές του Κιρίκ, του Σεbίν Καραχισάρ και των Σουρμένων και μιλούσαν ποντιακά.
Συντηρούσαν εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο και δημοτικό σχολείο. Η οικονομία του οικισμού βασιζόταν στη γεωργία, κυρίως στην παραγωγή φουντουκιού και καλαμποκιού. Οι κάτοικοι διέθεταν τα προϊόντα τους κι έκαναν τις προμήθειές τους από την αγορά της Πουλαντζάκης.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Πριν την εποχή του παππού μου, επί σουλτάν Αζίζ, ζούσαμε πολύ κακά με τους Τούρκους. Άσχημα τα περνούσαμε. Πολύ κακές οι σχέσεις μας. Μας έβριζαν, έβριζαν την πίστη μας, έπαιρναν τα κορίτσια μας, έβριζαν τις γυναίκες μας, μας έκλεβαν, μας τιμωρούσαν. Είχαν ανάγκη να πάνε σ’ ένα χωριό και δεν είχαν άλογα; Εκαβαλίκευαν σε μας και τους πηγαίναμε από το ένα χωριό στο άλλο. Από τον φόβο μας κάναμε λειτουργία σε εκκλησίες χωρίς παράθυρα. Στα κρυφά λειτουργούσαμε. Οι παπάδες μας δεν φορούσαν ράσα στα φανερά, καλυμμαύκι δεν φορούσαν, κρυφά λειτουργούσαμε. Ήρθε ο σουλτάν Χαμίτ. Τον φοβέρισε η Ρωσία και γι’ αυτό ήμασταν ολίγον καλύτερα.
Μετά ήρθαμε στο σύνταγμα «Ουρούμ Ισλάμ μπιρ ολdού», «Έλληνες και Τούρκοι ένα θα είναι», τραγουδούσανε οι Τούρκοι στους δρόμους. Σε κείνην την εποχή οι Τούρκοι θέλανε να κάνομε και συμπεθέρια.
Αλλά ο Χαμίτ έπεσε. Αυτό το σύνταγμα δεν ήταν καλό για μας. Εμείς ετρομάξαμε με την αλλαγή. Μας ζήτησαν και στον στρατόν. Όμως εμείς ήμασταν πονηροί. Δεν πηγαίναμε. Άλλοι με τα χρήματα και άλλοι με τις πονηριές, γλιτώναμε. Φεύγανε και στη Ρωσία πολλοί. Απ’ αυτό και αυτοί, οι Τούρκοι, δεν πήγαν καλά, και εμείς τα ίδια. Δεν πηγαίναμε στον στρατό και αυτοί μας κυνηγούσαν. Όποταν θέλαμε πηγαίναμε κι όποταν θέλαμε δεν πηγαίναμε. Όταν μας έπιαναν λιποτάκτες, μας χτυπούσαν εκατόν πενήντα ξυλιές και μας άφηναν. Στα πόδια και στη ράχη μάς χτυπούσαν.
Στα 1916 με τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, μας πήγαν εξορία. Στα 1918 μας άφησαν και γυρίσαμε στο χωριό μας. Σ’ αυτήν την εξορία όλος ο ελληνισμός χάθηκε στους δρόμους. Ιανουάριος μήνας. Κρύο και χιόνι. Φουρτούνα.* Γυμνοί και νηστικοί, πώς ν’ αντέξομε;
Στα 1919 έρχεται ο Τοπάλ Οσμάν. Αυτός ήταν επικηρυγμένος ληστής.
Τον κάλεσε ο Κεμάλ να κατεβεί με τους δικούς του από τα βουνά και να μας χτυπήσει. Άρχισε τις αυθαιρεσίες του. Μας έπαιρνε, δουλεύαμε χωρίς ψωμί, χωρίς φαΐ και με ξύλο. Πόσους έφαε το σκοτάδι και τότε! Τους έπαιρνε κρυφά και τους σκότωνε.
Ήταν η δεύτερη εξορία μας, στα ’20-’21. Απ’ αφορμή της Μικρασίας τον πόλεμο, ο Τοπάλ Οσμάν άρχισε να καίει τα χωριά μας. Έκαψε τότε το Ντεμιρτζίκιοϊ. Έβαλαν τους κατοίκους στα σπίτια μέσα και τους έδωσαν φωτιά. Τα ίδια έκαμαν στο Γαράσαρη, τα ίδια στο Τσόλικ, τα ίδια στο Μπέη Αλάν, στο Γαλέκιοϊ, στο Τεπέκιοϊ, στο Γούζdερε. Όλα αυτά τα χωριά τα έκαψαν με τους ανθρώπους μέσα στα σπίτια.
Μάζεψαν τους χωρικούς τους Τούρκους και τους φανάτιζαν με το να τους διηγούνται εγκλήματα δικών μας στη Μικρασία. Όσοι από τους δικούς μας βρέθηκαν έξω στα βουνά γλίτωσαν.
Εμείς, κάμποσοι από το Τεπέγιομα, μόλις καήκαν τα παραπάνω χωριά, πηγαίναμε και κρυβόμασταν σε γειτονικά τουρκικά σπίτια. Αυτό, μια-δυο βραδιές. Μετά πήγαμε στο βουνό. Κλειστήκαμε από το χιόνι. Πλαγιάσαμε έξω με ένα πάπλωμα από πάνω. Πάνω από το πάπλωμα χιόνι. Ήμασταν μαζί μια ομάδα από δώδεκα άτομα. Το πρωί γυρίσαμε στο χωριό. Πήγαμε σ’ ένα γειτονικό σπίτι, μια χήρα Τουρκάλα μάς έβαλε μέσα. Μας ζέστανε κρυφά από τους γειτόνους Τούρκους. Μόνο μια βραδιά, γιατί φοβόταν τις συνέπειες. Μετά αυτή η γυναίκα μας είπε: «Πηγαίνετε στα σπίτια σας. Δεν είναι τίποτα. Μη φοβάστε». Πήγαμε.
Εκείνη τη βραδιά, τα μεσάνυχτα, ακούσαμε απελπιστικές φωνές. Οι Τούρκοι πήγαν στο γειτονικό σπίτι. Εκεί ζούσε μια γριά με τη νύφη της. Χτύπησαν. Δεν άνοιξαν αμέσως. Πρόλαβε η νύφη και κρύφτηκε μέσα στην καπνοδόχο. Πιάσαν τη γριά. Την ατίμασαν όλοι τους με τη σειρά. Τα μάθαμε το πρωί. Φύγαμε αμέσως. Πήγαμε σ’ ένα-ένα στα τουρκικά γειτονικά χωριά. Ζητούσαμε βοήθεια, περίθαλψη. «Δεν μπορούμε, μας έκαμαν λόγο στο τζαμί πως όποιος κρύψει Έλληνα θα έχει την ίδια τύχη». Αυτήν την απάντηση μάς έδιναν.
Ήμασταν καμιά τριανταριά μαζωμένοι σ’ έναν μπαξέ μέσα και συζητούσαμε: να φύγομε, να μείνομε, τι να κάνομε; Όπως βρισκόμασταν αναποφάσιστοι, ήρθαν δυο γείτονες Τούρκοι, ο Ιτιρίτς Τσαούς Τοπαλέπογλου και ο Καχριμάν του Τασίμ εφέντη. Πλησίασαν τη μάνα μου και συζητούσαν μαζί της. Αυτοί ήρθαν σαν ανιχνευτές και για να μας καθυστερήσουν.
Οι άλλοι, οι πολλοί Τούρκοι, ήσαν πίσω τους και κοίταζαν να μας κυκλώσουν.
Η μάνα μου κατάφερε να τον συγκινήσει. «Τι φοβάσαι;» της είπε ο Τούρκος. «Το μαχαίρι». «Η μάνα μου να γίνει γυναίκα μας, αν σας βάλω εγώ μαχαίρι». «Ο κόσμος τούτος δεν έμεινε σε κανέναν». «Εγώ φεύγω από την αμαρτία σας», είπε ο Τούρκος και έφυγε. Καταλάβαμε πως έπρεπε να φύγομε. Άλλοι δεν ήθελαν να φύγουν, μαζί κι ο φίλος μου. Δεν ήθελα να τον χωριστώ, αλλά η μάνα μου με τραβούσε. Πονούσα για ‘ κείνον, ήθελα να μοιραστώ την τύχη του. Η μάνα μου με άρπαξε από το σακάκι. Με έβαλε μπροστά της και φύγαμε πια, όσοι φύγαμε. Όσοι μας ακολούθησαν, εκείνοι σώθηκαν.
Μόλις εκατό μέτρα έξω από το μπλόκο βρισκόμασταν. Είδαμε τους φανούς. Η ξαδέλφη της μάνας μου δε θέλησε να έρθει μαζί μας. Ένας γέρος Τούρκος, ο Τοπαλάπογλου Σουλεϊμάν, την πήρε στο σπίτι του και την περιέθαλψε. Τώρα ακούμε που χτυπούν την πόρτα του. «Τι θέλετε», φωνάζει ο γέρος Τούρκος και δεν ανοίγει. Κλωτσούν αυτοί και σπάζουν με κλωτσιές την πόρτα. Την πιάσαν, την πήραν. Πιάσαν και τους άλλους που δεν ήρθαν μαζί μας. Φίλε μου, πόσο σε σκέφτομαι… Οι υπόλοιποι φύγαμε όσο μπορούσαμε πιο γρήγορα. Ήμασταν εγώ, η μητέρα μου Γνωσία, η γιαγιά μου Φωτεινή, η θεία μου Γιαννούλα και ο θείος μου Ιωάννης Μιχαηλίδης, ο αδελφός Λάζαρος, η αδελφή μου Ευθυμία, η παπαδιά Μαριόλη Στεφανίδη, η Μελάνα και η Ανάστα Στεφανίδη. Μόνο αυτοί. Μόνο αυτοί γλιτώσαμε από τους τριάντα που ήμασταν μαζεμένοι μέσα στον μπαξέ. […]
Εμείς από ‘κει, από το χωριό, όπως εφύγαμε, κατεβήκαμε στο Πουλαντζάκ. Μείναμε από τότε μέσα στην πόλη. Γλιτώσαμε. Ένας χωριανός ανέβηκε στο χωριό. Είχε αφήσει πίσω τους δικούς του κι ανησυχούσε για την τύχη τους. Για να μάθει, πήγε τσοπάνος σ’ έναν Τούρκο, τον Καχριμάν. Δεν μας πείραζαν τότε. Τα τουρκόπουλα που έβοσκαν μαζί του τα ζώα πάνω στο βουνό τού είπαν: «Τη μάνα σου και τον πατέρα σου και τη γυναίκα σου και τους άλλους χωριανούς σου που έπιασαν, τους σκότωσαν και τους έριξαν μέσα σ’ αυτό το ρέμα». Αυτός έφυγε από ‘κει, κατέβηκε πάλι στο Πουλαντζάκ και μας τα είπε.
Τώρα, μαζεμένοι όσοι σωθήκαμε, μέναμε στο Πουλαντζάκ και περιμέναμε την τύχη μας. Δεν είχαμε σκοπό να ξαναγυρίσομε στο χωριό. Το ’22 με την Ανταλλαγή αμέσως φύγαμε. Εκείνοι που βρίσκονταν στην εξορία ήρθαν πιο αργά, ’23-’24. Φύγαμε από τα Κοτύωρα. Άλλοι έφυγαν από άλλη σκάλα. Όποια τους ήταν πιο κοντά. Από την Πόλη πήραμε ελληνικό βαπόρι. Βγήκαμε στη Φιλιππιάδα. Από ‘κει πήγαμε στο Αγρίνιο. Ήρθαμε μετά σε χωριά του Κιλκίς και τελευταία ήρθαμε στην Κατερίνη. Οι λίγοι χωριανοί που σωθήκαμε σκορπίσαμε σαν τα πουλιά. Δυο-τρεις οικογένειες βρίσκονται στο Κιλκίς, στην Καστανούσα και στους Πετράδες. Κάνα δυο και στη Δράμα. Δυο-τρεις βρίσκονται στο Αγρίνιο. Δύο στα Ιωάννινα και δύο στην Κατερίνη. Δεν μπορούμε πια να μιλούμε για χωριό.
Κι όταν πεθάνομε κι εμείς που ζήσαμε και πονέσαμε τα μέρη μας, τότε κανένας δεν θα μιλεί και δεν θα ενδιαφέρεται γι’ αυτά.
Από άλλους που πήγαν μάθαμε πως ανταλλάξιμοι Τούρκοι κατοίκησαν στο χωριό μας Τεπέγιομα. Την εκκλησία τη χάλασαν. Τα σπίτια, άλλα χάλασαν κι άλλα τα κατοίκησαν. Τις φουντουκιές τις έβγαλαν και φύτεψαν καπνά. Γινόταν καλός καπνός στα μέρη μας. Όταν ήμασταν εκεί, ένας έβαλε για τον εαυτό του. Είχε ένα πολύ όμορφο χρώμα. Ο καλός καπνός πρέπει να έχει γερό χρώμα…
















