Είναι φυσικό, όποιος ακούει το όνομα Πυθαγόρας να σκέφτεται τη Σάμο. Και εδώ συμβαίνει το ίδιο, αφού ο στιχουργός και συγγραφέας Πυθαγόρας Παπασταματίου γεννήθηκε μεν το 1930 στο Αγρίνιο, αλλά οι γονείς του κατάγονταν από τη Σάμο. Οπότε υιοθέτησε μόνο το μικρό του όνομα, αφού είχε και την καταγωγή. Υπέγραφε δε ως Πυθαγόρας (σκέτο) απ’ όταν ήταν μαθητής.
Η οικογένεια και η ιστορία τους
Οι γονείς του γνωρίστηκαν στη Σμύρνη, όπου βρέθηκαν για επαγγελματικούς λόγους· η μητέρα δασκάλα, ο πατέρας έφεδρος αξιωματικός – πίσω στην Ελλάδα, καπνεργάτης. Στη Σμύρνη προέκυψε ο έρωτας· αλλά και η Καταστροφή του 1922 και ο ξεριζωμός που ακολούθησε.
Πλέον τους βρίσκουμε στο Αγρίνιο. Ο Πυθαγόρας υπήρξε πολύ καλός μαθητής, αλλά το 1940 με τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο όλα ανατράπηκαν. Ο μεγαλύτερος αδελφός του εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ, οι γονείς του και οι αδελφές του κατέφυγαν στον ορεινό Βάλτο, ενώ ο ίδιος φιλοξενούνταν από συγγενείς σε χωριό της Μακρυνείας. Σε ηλικία 14 ετών, το 1944, μπήκε και αυτός στον ΕΛΑΣ.
Μετά την απελευθέρωση επέστρεψε στο σχολείο – συνέχισε να αριστεύει. «Ένας είναι ο Πυθαγόρας» απάντησε στον φιλόλογο που τον ρώτησε γιατί δεν υπέγραφε τις εργασίες με το επίθετό του.
«Όταν ήταν μαθητής της τελευταίας τάξης του Γυμνασίου, σε μια μαθητική παράσταση τον Μάρτη του 1948 τού ανατέθηκε ο ρόλος του Παπαφλέσσα στο ομότιτλο έργο του Σπύρου Μελά. Η ηθοποιία του προκάλεσε κατάπληξη. Ήταν αληθινός Παπαφλέσσας. Καταχειροκροτήθηκε. Πήρε έτσι το βάπτισμα του ηθοποιού», σημειώνει ο στιχουργός Άγγελος Αξιώτης.
Το 1949 κατέβηκε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών – ανάμεσα στους δασκάλους του και ο Δημήτρης Ροντήρης.

Εν αρχή ην ο λόγος
Τελειώνοντας τη σχολή, άρχισε να δουλεύει ως ηθοποιός – όμως πολύ νωρίς κατάλαβε ότι δεν ήταν αυτό που ήθελε να κάνει στη ζωή του. Παρόλα αυτά δούλεψε στο θέατρο, ενώ παράλληλα έγραφε. Ούτως ή άλλως το γράψιμο ήταν μία από τις μεγάλες του αγάπες.
Και ανάμεσα σε αυτά που έγραφε ήταν και στίχοι. Και το 1954 ηχογραφήθηκε το πρώτο του τραγούδι, που όπως θα δείτε στην πορεία ήταν εντελώς άλλο είδος από αυτά που τον καθιέρωσαν.
Ήταν το «Ξαναβλέπω το μικρό το αμαξάκι» σε μουσική του Νίκυ Γιάκοβλεφ με ερμηνεύτρια τη Μαίρη Λω.
Αρχικά κινείται προς το ελαφρύ –ή αν θέλετε, ευρωπαϊκό– τραγούδι, και μάλιστα δουλεύει και στο καλλιτεχνικό αθηναϊκό στέκι «Πέτρογκραντ» του Νίκυ Γιάκοβλεφ.
Τότε γνωρίστηκε με τον Γιώργο Κατσαρό, τον συνθέτη με τον οποίο τελικά θα έχει τις περισσότερες συνεργασίες.
Οι δυο τους ξεκινάνε με ένα τραγούδι-σταθμό, το «Κάθε λιμάνι και καημός» που ακούστηκε αρχικά στην ταινία Το κάθαρμα και μετά στην ομώνυμη ταινία (δηλαδή την Κάθε λιμάνι και καημός), με την εκπληκτική ερμηνεία των Πάνου Γαβαλά και Ρίας Κούρτη.
Όσον αφορά τη συνεργασία του με τον συνθέτη, υπάρχει ένα εύθυμο τραγούδι που όμως ξεσήκωσε θύελλες ερμηνειών και αποκρυπτογραφήσεων. Μιλάμε για το «Ο Γιώργος είναι πονηρός» που ερμήνευσε ο Γιάννης Καλαϊτζής.
Τότε, μέσα στη χούντα, είχαν πει ότι ο Γιώργος ήταν ο δικτάτορας Παπαδόπουλος.
Αργότερα βέβαια μαθεύτηκε ότι ο Γιώργος του τραγουδιού ήταν ο ίδιος ο συνθέτης του, δηλαδή ο Γιώργος Κατσαρός.
Γνωστό πειραχτήρι ο Πυθαγόρας, είχε γράψει τους στίχους χωρίς, όμως να υπονοεί κάτι για τη συζυγική πίστη του συνθέτη. Μάλιστα έμπνευσή του ήταν η σύζυγος του Κατσαρού, Μιρέλλα. Όταν ο Πυθαγόρας τηλεφωνούσε στο σπίτι και το σήκωνε εκείνη την έλεγε χαριτολογώντας «Κυρα-Γιώργαινα».
Εκτός από τον Γιώργο Κατσαρό, συνεργάστηκε και με άλλους συνθέτες ανάμεσα στους οποίους είναι ο Βασίλης Βασιλειάδης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Χρήστος Νικολόπουλος και ο Γιάννης Σπανός.
Κεφάλαιο «Καζαντζίδης»
Με τον Στέλιο Καζαντζίδη γνωρίζονταν προτού συνεργαστούν. Και μάλιστα ήταν πολύ καλοί φίλοι. Η συνεργασία τους ξεκίνησε το 1966 με τα «Έφυγε-έφυγε» και «Δεν σε πιστεύω», σε μουσική του Βασιλειάδη.
Μάλιστα σχετικά με αυτό που αναφέραμε πιο πάνω, ότι δηλαδή στον Πυθαγόρα άρεσαν οι πλάκες, έχει συμβεί το εξής: Το 1969 έγραψε για τη Μαρινέλλα το τραγούδι «Οι άνδρες δεν κλαίνε», σε μουσική Γιώργου Κατσαρού. Την επόμενη χρονιά έγραψε για τον Στέλιο Καζαντζίδη την απάντηση σε αυτό το τραγούδι, δηλαδή το (Και όμως κυρία μου) «Και οι άνδρες κλαίνε», σε μουσική του Βασίλη Βασιλειάδη.

Το 1975 ξανασυναντιέται με τους Στέλιο Καζαντζίδη και Χρήστο Νικολόπουλο για έναν απ’ τους καλύτερους λαϊκούς δίσκους όλων των εποχών. Τον Υπάρχω. Μάλιστα, και εδώ υπάρχει μια ιστορία.
Αρχικά ο συνθέτης είχε πάει μόνο τη μουσική στον Καζαντζίδη. Εκείνος γύρισε και του είπε: «Είσαι καλά, θα με βάλεις να τραγουδήσω ροκ;». Όταν όμως διάβασε τους στίχους του Πυθαγόρα, δέχτηκε να το τραγουδήσει.
«Μικρά Ασία» από χρυσάφι
Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, οι γονείς του γνωρίστηκαν στη Σμύρνη πριν από την καταστροφή της. Οι ιστορίες που του διηγήθηκαν στάθηκαν η πηγή έμπνευσης για το άλμπουμ του 1972 Μικρά Ασία, έναν σταθμό στην ελληνική δισκογραφία.
Οι πωλήσεις που έκανε έγιναν η αφορμή για να καθιερωθεί ο θεσμός του χρυσού δίσκου στην Ελλάδα.
Ο Απόστολος Καλδάρας είχε πει για τον Πυθαγόρα: «Θα υπενθυμίσω μόνο το έργο του Μικρά Ασία που είχα την τύχη να μελοποιήσω εγώ, που συγκίνησε το πανελλήνιο και που με τόσο μεγάλη μαεστρία, στα στενά πλαίσια ενός δίσκου βέβαια, επεξεργάστηκε το θέμα της Μικρασιατικής Καταστροφής, και που μόνο αυτό στάθηκε αρκετό να του ανοίξει την πόρτα για το πάνθεον των μεγάλων του λαϊκού στίχου».
Στο Βήμα που κυκλοφόρησε στις 31 Αυγούστου 1972 ο δημοσιογράφος Παύλος Παλαιολόγου έγραψε:
«Μικρά Ασία ο τίτλος. Του Απόστολου Καλδάρα η μουσική, του Πυθαγόρα οι στίχοι, του Γιώργου Νταλάρα και της Χαρούλας Αλεξίου το τραγούδι… Δεν είναι Σεφέρηδες, Σικελιανοί, Παλαμάδες. Ούτε μουσουργοί με παγκοσμιότητα που δονούν το πεντάγραμμο. Ναι, αλλά στις στροφές του δίσκου είμαστε εμείς, είναι ο πόνος, ο καημός, το βογκητό ενός λαού. Μαζί μ’ αυτό και η βαθύτατη ανθρωπιά.
»Δόξες του έθνους, μεγάλοι ποιητές, ακαδημαϊκοί και Νομπελίστες, σας στρώνω δάφνες για να περάσετε. Συμπαθάτε μας όμως όταν σας λέμε ότι με τη δική σας λύρα με τους υψηλούς φθόγγους δεν ράγισε η ψυχή της μάζας, όσο οι απλοϊκοί αυτοί στίχοι και τα λαϊκά μοτίβα που γυρίζουν στις στροφές ενός δίσκου».
Βέβαια μιλάμε για το 1972, που σημαίνει ότι υπήρχε ακόμα η χούντα στη χώρα. Ήταν η περίοδος που το δικτατορικό καθεστώς εμφάνιζε ένα πιο… φιλελεύθερο πρόσωπο. Κατά καιρούς βέβαια οι στίχοι του Πυθαγόρα κόβονταν από τη λογοκρισία, άλλες φορές περνούσαν, και μαζί τα υπόγεια μηνύματα. Για όσους μπορούσαν να τα καταλάβουν.
Πατρική φιγούρα
Όπως είπαμε πιο πάνω, το τραγούδι «Κάθε λιμάνι και καημός» ήταν η επιτυχία που του άνοιξε την πόρτα στο λαϊκό τραγούδι. Όμως πηγή έμπνευσης στάθηκε ένα τραγικό περιστατικό, ο αιφνίδιος θάνατος του γαμπρού του, του συζύγου δηλαδή της αδελφής του.
Λέγεται πως όταν έγραψε το στίχο «Και είναι στα αλήθεια τυχεροί όσοι πεθαίνουν νέοι», είχε βουρκώσει και δεν μπορούσε να συνεχίσει.
Η αδελφή του είχε δύο παιδιά – το δεύτερο γεννήθηκε μετά το θάνατο του συζύγου της. Δηλαδή το κορίτσι, η Γιάννα Γρατσούνη, δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της. Όμως ο θείος της στάθηκε σαν πατέρας. Μάλιστα κάποια στιγμή ήθελε να την υιοθετήσει, κάτι που όμως δεν γινόταν.
Η ίδια τον περιγράφει ως την απόλυτη πατρική φιγούρα. Και μπορεί να ήταν ο μικρότερος από τα αδέλφια του, αλλά τους είχε όλους στη ζεστή αγκαλιά του.
«Ο Πυθαγόρας ήταν αυθόρμητος, παρορμητικός και έντονος. Αγαπούσε πολύ, πρόσφερε πολύ, πονούσε πολύ· ήταν γενικά πληθωρικός άνθρωπος. Ασκούσε πατρική προστασία αν και ήταν ο μικρότερος», έχει πει σε τηλεοπτική της συνέντευξη.
Δεν απέκτησε ποτέ δικά του παιδιά, καθώς όπως έλεγε: «Εφόσον είμαι ερωτικά άστατος δεν θα μπορούσα να κάτσω με μια γυναίκα και να μεγαλώσουν τα παιδιά μας».
Για τον μποέμ χαρακτήρα του έχει μιλήσει και ο φίλος του Λευτέρης Παπαδόπουλος. Αφού τόνισε πόσο ανοιχτόκαρδος και ανοιχτοχέρης ήταν με τους δικούς του ανθρώπους, ανέφερε ότι είχε δημιουργήσει ένα «κλειστό κλαμπ» μαζί με τους Μάνο Λοϊζο και Αχιλλέα Θεοφίλου, όπου μαζεύονταν, τα λέγανε και πίνανε.
Δυστυχώς το τσιγάρο υπήρξε η καταστροφή του. Ήταν μανιώδης καπνιστής, παρά τα προβλήματα καρδιάς που είχε. Ο ίδιος έκανε πλάκα λέγοντας ότι «όλα ήταν θέμα καρδιάς», εννοώντας τον έρωτα.
Ο Πυθαγόρας, ο άνθρωπος με την μπάσα από το τσιγάρο φωνή, έφυγε σαν σήμερα, το 1979 σε ηλικία μόλις 49 ετών, από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. «Πέθανε λίγο προτού αρραβωνιαστεί» έγραψε η Βραδυνή.
Βέβαια η αξία του είχε αναγνωριστεί από την αρχή σχεδόν της καριέρας του, τόσο στο τραγούδι όσο και στο θέατρο. Μάλιστα, η επιθεώρηση Είδες η λιτότητα που έμελλε να είναι η τελευταία του, ανέβηκε τη χρονιά του θανάτου του.
Και όλα αυτά για τον άνθρωπο που –όπως έχουν πει οι περισσότεροι– έδωσε ευγένεια στα σουξέ και διεύρυνε τη θεματογραφία του ελληνικού τραγουδιού.
















