Η Χριστίνα Ωνάση ήρθε στον κόσμο μια χειμωνιάτικη μέρα, στις 11 Δεκεμβρίου 1950, στη Νέα Υόρκη, σε έναν κόσμο που θα ζήλευαν όλοι: πολυτέλεια, πλούτος, ταξίδια – και με όνομα που άγγιζε τον μύθο. Ήταν η κόρη του Αριστοτέλη Ωνάση, του άνδρα που είχε μετατρέψει το όνομά του σε συνώνυμο της δύναμης και του πλούτου, και της Τίνας Λιβανού, που η ομορφιά της σαγήνευε τους πάντες αλλά η καρδιά της ήταν απόμακρη.
Φαινομενικά η Χριστίνα είχε τα πάντα, αλλά η ζωή της, από τα πρώτα κιόλας βήματά της, έμελλε να είναι δύσκολη, μονότονη, βουτηγμένη στο φόβο, την ανασφάλεια και τον πόνο.
Η παιδική της ηλικία σημαδεύτηκε από την απουσία των γονιών της από την καθημερινότητά της.

Ο Αριστοτέλης Ωνάσης ήταν βυθισμένος στις επιχειρήσεις του και στις σχέσεις του με τις διάσημες γυναίκες της εποχής, ενώ η μητέρα της, αν και υπήρχε ως φυσική παρουσία στη ζωή της, δεν μπόρεσε ποτέ να γεμίσει το συναισθηματικό κενό της κόρης της. Η Χριστίνα ένιωθε μόνη, σαν παιδί που είχε χαθεί μέσα σε ένα παλάτι γεμάτο φώτα αλλά και σκιές.
Στα πέντε της χρόνια σταμάτησε να μιλάει, έχοντας βυθιστεί σε μια σιωπή που «μιλούσε» μόνο για το φόβο και την ανάγκη της για προστασία.
Οι γονείς της αποφάσισαν να τη στείλουν στη Ζυρίχη για θεραπεία, και εκεί, για πρώτη φορά, κάποιος της έδωσε την προσοχή που της έλειπε – όχι όμως αρκετή για να γεμίσει το κενό που είχε μέσα της.
Η Χριστίνα μεγάλωνε σιγά-σιγά στη σκιά του μεγαλύτερου αδερφού της, του Αλέξανδρου. Η σχέση τους ήταν τρυφερή αλλά και με προβλήματα. Οι γονείς τους έδιναν πάντα περισσότερη προσοχή στον πρωτότοκο γιο, αφήνοντας τη Χριστίνα να παλεύει συνειδητά αλλά και υποσυνείδητα για λίγη αγάπη και αναγνώριση. Ο πατέρας της την έκανε να νιώθει πως η παρουσία της απλώς… είχε έρθει τυχαία! Ήταν ένα δεύτερο παιδί που είχε έρθει στον κόσμο κατά τύχη και όχι από επιλογή. Η μητέρα της, από την άλλη, ήταν συχνά απορροφημένη σε κοινωνικές εμφανίσεις, αφήνοντας τη μικρή Χριστίνα να αναρωτιέται αν η αγάπη ήταν μόνο μια λέξη που δεν την αφορούσε και σίγουρα δεν υπήρχε στη ζωή της, στο λεξιλόγιο της οικογένειας, ή απλά δεν είχε τύχει ακόμα να συναντηθεί με αυτό το συναίσθημα.
Όταν οι γονείς της χώρισαν, η ζωή της άλλαξε για πάντα.
Ο πατέρας της παντρεύτηκε τη Μαρία Κάλλας και αργότερα την Τζάκι Κένεντι, κάνοντας τη Χριστίνα, για ακόμα μία φορά, να αισθάνεται ξένη μέσα στην ίδια της την οικογένεια. Η ίδια θεώρησε υπεύθυνη για τα ρήγματα του κόσμου της την Κάλλας. Όσο μεγάλωνε, η αναζήτηση της αγάπης θα γινόταν η βασική της ανάγκη, μια επιθυμία που ποτέ δεν θα καλυπτόταν από τα πλούτη και τα προνόμια που είχε κληρονομήσει.

Η πιο δύσκολη περίοδος
Η ζωή της ως ενήλικη ήταν γεμάτη αντιφάσεις. Από τη μια, είχε κληρονομήσει τον τεράστιο πλούτο του πατέρα της, την ισχύ και τη φήμη. Από την άλλη, η ψυχή της παρέμενε τραυματισμένη και μοναχική. Η μοίρα της φάνηκε να αποφασίζει να την δοκιμάσει με τον πιο σκληρό τρόπο. Μέσα σε μόλις δύο χρόνια, έχασε όλα όσα είχε αγαπήσει. Ο αδερφός της Αλέξανδρος σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα, η μητέρα της πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών, και ο πατέρας της υπέκυψε σε μία σπάνια ασθένεια.
Μέσα σε 29 μήνες η Χριστίνα βρέθηκε μόνη αλλά πιο πλούσια από ποτέ, κληρονόμος της τεράστιας περιουσίας και των επιχειρήσεων που είχε χτίσει ο πατέρας της.
Η αγάπη, όμως, δεν μπορούσε να αγοραστεί. Οι γάμοι της υπήρξαν προσπάθειες να γεμίσει το συναισθηματικό κενό της. Τέσσερις γάμοι, τέσσερις αποτυχίες.

Ο πρώτος, με τον Αμερικανό κτηματομεσίτη Τζόζεφ Μπόλκερ, σημαδεύτηκε από τη μεγάλη διαφορά ηλικίας τους και έτσι, η προσπάθειά της να έχει τουλάχιστον τη συντροφικότητα στη ζωή της, απέτυχε παταγωδώς. Ο δεύτερος, με τον Έλληνα εφοπλιστή Αλέξανδρο Ανδρεάδη, φαινόταν να έχει όλες τις προδιαγραφές για να πετύχει, αλλά η ψυχή της δεν μπορούσε να βρει ησυχία. Ο τρίτος, με τον Ρώσο Σεργκέι Καούζοφ, και ο τέταρτος, με τον Γάλλο Τιερί Ρουσέλ, με τον οποίο απέκτησε και την κόρη της Αθηνά, υπήρξαν και αυτές μάταιες προσπάθειες να νιώσει ολοκληρωμένη.
Οι σχέσεις της κατέρρεαν μία προς μία, αφήνοντας πίσω τους συντρίμμια και πληγές στην ίδια τη Χριστίνα.
Η μοναξιά της ήταν τόσο έντονη που, παρά την αφθονία χρημάτων, η Χριστίνα συχνά –σύμφωνα με τον αστικό μύθο– πλήρωνε ανθρώπους για να βρίσκονται κοντά της, προσπαθώντας να νιώσει συντροφιά. Τα βράδια ήταν γεμάτα θλίψη, οι ημέρες περνούσαν με ηρεμιστικά και υπνωτικά χάπια που προσπαθούσαν να απαλύνουν τον πόνο. Η Χριστίνα ζούσε σαν σε μια φυλακή από χρυσό, με τα μάτια ανοιχτά στον κόσμο, αλλά την καρδιά της κλειδωμένη στη μοναξιά.
Κι όμως, παρά την τραγική της μοίρα, η Χριστίνα είχε στιγμές που η ζωή της έλαμπε σαν αχτίδα φωτός. Οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, τα ταξίδια, η σχέση με την κόρη της και η αίσθηση του μύθου που την περιέβαλλε, ήταν τα μοναδικά που την έκαναν να νιώθει ζωντανή.

Τη νύχτα της 19ης Νοεμβρίου 1988, η μοίρα ήρθε να κλείσει τον κύκλο της ζωής της.
Η Χριστίνα βρέθηκε νεκρή στην μπανιέρα του σπιτιού της στο Μπουένος Άιρες, με ένα άδειο μπουκάλι ηρεμιστικών δίπλα της.
Το σώμα της ήταν κρύο, αλλά η εικόνα της έμοιαζε ήρεμη, σαν να είχε βρει για πρώτη φορά την ησυχία που αναζητούσε μια ζωή ολόκληρη. Τα μάτια της κοιτούσαν το άπειρο και κάποιοι που είδαν την τελευταία της εικόνα, είπαν πως είχε στο πρόσωπό της ένα χαμόγελο που φαινόταν σαν «αντίο» στον κόσμο που ποτέ δεν την αγάπησε όπως ήθελε.
Η κηδεία της στον Σκορπιό αντικατόπτριζε την ιστορία της ζωής της. Πλούτος, μοναξιά αλλά και… εγκατάλειψη. Η Χριστίνα Ωνάση, η γυναίκα που είχε όλα τα χρήματα του κόσμου αλλά καμία πραγματική συντροφιά, βρήκε την τελευταία της κατοικία δίπλα σε εκείνη του πατέρα και του αδερφού της, κλείνοντας τον κύκλο μιας σύντομης ζωής που ήταν ταυτόχρονα και μυθική και τραγική. Ήταν μόλις 37 ετών.
















