Αποτελούσαν την αιχμή της πολεμικής μηχανής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επί περίπου τέσσερις αιώνες. Θεωρούνταν επίλεκτοι στρατιώτες παρόλο που στην πλειοψηφία τους ήταν αιχμάλωτοι πολέμου και παιδιά χριστιανικών οικογενειών τα οποία εξαναγκάζονταν από μικρή ηλικία να κάνουν στρατιωτική θητεία.
Το Σώμα των γενιτσάρων (σ.σ.: νέοι στρατιώτες) ιδρύθηκε, το 1327, από τον σουλτάνο Ορχάν και διαλύθηκε στις 15 Ιουνίου 1826 από τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’ γιατί με το πέρασμα των αιώνων οι γενίτσαροι εξελίχθηκαν σε παραστρατιωτικό κέντρο εξουσίας.
Μέχρι τη διάλυσή τους οι γενίτσαροι βρίσκονταν πίσω από αιματηρά γεγονότα, εις βάρος όσων θεωρούσαν πως ήταν εχθροί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή του εκάστοτε σουλτάνου. Πολλοί εξ αυτών παρόλο που είχαν αλλαξοπιστήσει και είχαν ανέβει στην κοινωνική ιεραρχία ως πιστοί μουσουλμάνοι, δεν ξεχνούσαν από πού προέρχονταν και πως στην πραγματικότητα ήταν Έλληνες χριστιανοί.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν και ο Σαμής Αγάς, ο γενίτσαρος από την Αργύρουπολη του Πόντου και πρωταγωνιστής στην ιστορία του Γεωργίου Κανδηλάπτη.
Ο Σαμής απαρνήθηκε πολλά πράγματα για να γίνει πολεμιστής αλλά ποτέ δεν ξέχασε την υπόσχεση που είχε δώσει στους γονείς του…
≈
Από τη ζωή των Γενίτσαρων
Είναι γνωστά σε όλους από την ιστορία του υπόδουλου Ελληνισμού τα περίφημα Τάγματα των Γενιτσάρων, που ιδρύθηκαν από τον σουλτάνο Ορχάν, το 1327, και αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από εξισλαμισμένα χριστιανόπουλα τα οποία προορίζονταν για να στελεχώσουν τη σωματοφυλακή της Αυλής του ηγεμόνα που εκείνη την εποχή είχε την έδρα του στην Προύσα.

Για πολύ καιρό οι γενίτσαροι ήταν ο τρόμος των Ευρωπαίων αλλά περισσότερο των Ελλήνων στις επαναστατημένες ελληνικές περιφέρειες.
Πολλοί απ’ αυτούς, στο μεταξύ, δεν λησμονούσαν ποτέ την ελληνική καταγωγή τους και ανάλογα τις περιστάσεις βοηθούσαν τους ομογενείς τους.
Ανάμεσά τους και ο αρχηγός του Οίκου των Ζιλιφτάρηδων Σαμής Αγάς από την Αργυρούπολη. Αυτός καταγόταν από τον Οίκο των Λογίζων, μια από τις πρώτες οικογένειες στην Αργυρούπολη. Ήταν ανιψιός του ηγουμένου Σωφρονίου Λογίζωνος της Μονής Χουτουρά Αγ. Γεωργίου, που παρέμεινε σε αυτό το αξίωμα από το 1675 έως το 1700.
Από την παιδική ηλικία είχε κλίση προς την πολεμική ζωή. Επειδή εκείνη την εποχή η οπλοφορία επιτρεπόταν μόνο στους Τούρκους, ο ήρωας της ιστορίας μόνο με αυτούς συναναστρεφόταν. Οπλισμένος και αυτός όπως εκείνοι πήγαινε μαζί τους για κυνήγι, στα πανηγύρια, συμμετείχε σε μικροληστείες, συνόδευε τα καραβάνια των λαθρεμπόρων καπνού και σπανίως έλειπε από τις ληστείες των καραβανιών Περσών εμπόρων που ακολουθούσαν τις στράτες από τα βουνά προς την Τραπεζούντα.
Οι συναναστροφές του τον απομάκρυναν από τα χριστιανικά ιδεώδη και τον έκαναν να αφομοιωθεί με τους συντρόφους του.
Οι γονείς του πολλές φορές προσπάθησαν να διορθώσουν τον χαρακτήρα του. Του έφερναν για παράδειγμα τον θείο του Σωφρόνιο που από παιδί ακόμα μπήκε στη Μονή Χουτουρά, απαρνήθηκε τα εγκώσμια και έγινε μοναχός. Ωστόσο ο ήρωας μας ήταν αμετάπειστος. Μάλιστα ζήτησε από τους γονείς του να του επιτρέψουν να πάει στην Κωνσταντινούπολη για να μάθει κάποιο επάγγελμα προς βιοπορισμό. Οι γονείς του βλέποντας ότι είναι αμετάπειστος και φοβούμενος μήπως αλλαξοπιστήσει, υποχώρησαν και του επέτρεψαν να πάει.
Πρώτα όμως τον νουθέτησαν και του κρέμασαν στο στήθος ασημένιο φυλακτό που στο εσωτερικό είχε τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου και το Χριστός Ανέστη.
Παράλληλα τον υποχρέωσαν να ορκιστεί ότι κατά την πασχαλινή περίοδο, κάθε μέρα θα ανοίγει το φυλακτό και θα διαβάζει το περιεχόμενο.
Ο Λογίζος πηγαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη κατατάχθηκε στα πανίσχυρα, τότε, τάγματα των Γενιτσάρων. Εκεί λόγω της γενναιότητάς του και της δράσης του προήχθη μέχρι τον ανώτατο βαθμό των Γενιτσάρων, του Τσορπατσή (συνταγματάρχης). Απαρνήθηκε τη θρησκεία των πατέρων του και έγινε μωαμεθανός. Παντρεύτηκε μάλιστα και την κόρη ενός πολύ πλούσιου μουσουλμάνου. Παρόλα αυτά, δεν έχασε την εθνική του συνείδηση.
Κάθε Πάσχα άνοιγε το φυλακτό και διάβαζε τους Χαιρετισμούς της Θεοτόκου, ομολογούσε την χριστιανική πίστη του και πως αφού είχε γονείς Χριστιανούς όφειλε να βοηθήσει και τους ομοθρήσκους του.

Γύρω στα 50 του πήγε στην Αργυρούπολη και αναζήτησε τους γονείς και τους συγγενείς του αλλά αυτοί είχαν πεθάνει.
Ο μόνος που ήταν ζωντανός ήταν ο ηγούμενος Χουτουρά Σωφρόνιος. Ο τελευταίος υποκινούμενος από τον θρησκευτικό ζήλο του, στη μνήμη των γονέων του Σαμή Αγά και προς σωτηρία της ψυχής του, τον υποχρέωσε να ιδρύσει παρεκκλήσι στον περίβολο της μονής. Πράγματι ο Σαμής ίδρυσε πάνω στα ερείπια κατεστραμμένου παρεκκλησίου ναό της Ζωοδόχου Πηγής, που διασωζόταν την εποχή που ο Κανδηλάπτης έγραφε αυτό το κείμενο, το 1936, και ήταν γνωστό ως η Εκκλησία του Γενίτσαρου, σύμφωνα με τους πατέρες της Μονής Χουτουρά Θεόφιλο και Αμβροσίου.
















