Το νήμα της ιστορίας ξεκινά από τον Πόντιο χτίστη γεφυριών Θόδωρο Ακρίτα, ο οποίος μετανάστευσε στη Σταυρούπολη της Ρωσίας και εγκαταστάθηκε στο ελληνικό χωριό Ντουμπόβαγια Μπάλκα, κοντά στα 1907. Και στον νέο τόπο κέρδιζε τα προς το ζην χτίζοντας γεφύρια, για να μεγαλώσει τα πέντε παιδιά του· ο Γεώργιος, το μικρότερο, γεννήθηκε εκεί.
Όταν δέκα χρόνια αργότερα, το 1917 ξέσπασε η Οκτωβριανή Επανάσταση, τα παιδιά σκόρπισαν σε διαφορετικές περιοχές προκειμένου να επιβιώσουν.
Ο μικρός Γεώργιος κατέληξε σε ορφανοτροφείο, από το οποίο δραπέτευσε και έζησε για αρκετό καιρό στο δρόμο.
Μαζί με μια ομάδα ορφανών μετακινούνταν λαθραία με το τρένο, χωμένοι κάτω από βαγόνια – το μεροκάματο το έβγαζαν στα παζάρια. Μια μέρα τον βρήκε στο Πιατιγκόρσκ ο αδερφός του Μύρων, ο οποίος τον μάζεψε και τον έβαλε μαθητευόμενο σε ένα αρτοποιείο. Αργότερα, μαθήτευσε σε εργατική σχολή και πιο μετά στο Ινστιτούτο Χάλυβα στη Μόσχα.
Εκεί ο Γεώργιος Ακρίτας γνώρισε τη συμφοιτήτριά του Βαλεντίνα Σιμάκοβα –άλλο ένα ορφανό της Οκτωβριανής Επανάστασης–, η οποία το 1934 τού γέννησε την Αλμπίνα. Τα πρώτα χρόνια της ζωής της έμενε με τους γονείς της μέσα στη φοιτητική εστία.

Πνεύμα φιλομαθές, ο νέος πατέρας δεν αρκέστηκε στην τεχνική εκπαίδευση και συνέχισε στο Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών. Και έμαθε πολλές γλώσσες, εκτός από την ελληνική και τη ρωσική. Με την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου κατετάγη στο στρατό· ήταν αδιάκοπα στο μέτωπο από το 1941 ως το 1945. Μετά τον πόλεμο, παρέμεινε ως αντισυνταγματάρχης και ακολούθησε στρατιωτική καριέρα.
Η Αλμπίνα τελείωσε το σχολείο στην Τιφλίδα όπου υπηρετούσε ο πατέρας της λόγω μετάθεσης. Το 1955 μπήκε στο Τμήμα Ζωγραφικής του Ινστιτούτου Ζωγραφικής, Γλυπτικής και Αρχιτεκτονικής Ρέπιν της Ακαδημίας Τεχνών της ΕΣΣΔ. Εκεί μαθήτευσε δίπλα σε αξιόλογους Ρώσους καλλιτέχνες της εποχής.
Έχοντας αποφοιτήσει, το 1961 εγκαταστάθηκε στη Μόσχα, όπου ζει και δημιουργεί μέχρι σήμερα. Είναι παντρεμένη με τον επίσης εικαστικό Ολέγκ Ογκουρτσώφ, ενώ ο γιoς τους, ο Νικήτας, είναι επίσης ζωγράφος και υπεύθυνος για την πώληση των έργων της.


Τα έργα της κοσμούν την Κρατική Πινακοθήκη Τρετιακόφ στο Ρωσικό Μουσείο της Αγίας Πετρούπολης, τα μουσεία πολλών άλλων ρωσικών πόλεων, και εκθέσεις και ιδιωτικές συλλογές του εξωτερικού. Η θεματολογία τους πλούσια, με την Ελλάδα να παίζει συχνά κεντρικό ρόλο· η μυθολογία και τα ελληνικά τοπία πρωταγωνιστούν.
Ελαιογραφίες, ακουαρέλες, τέμπερες, χαρακτική, λιθογραφία, χαλκογραφία – στην Αλμπίνα Ακρίτας αρέσει να πειραματίζεται με διάφορα υλικά και τεχνοτροπίες, και μάλιστα παρασκευάζει τα χρώματα η ίδια, σύμφωνα με αρχαίες και μεσαιωνικές τεχνικές! Χρησιμοποιεί δε άμμο και χώμα που μαζεύει στην Ελλάδα όταν την επισκέπτεται.
Η σχέση της με την Ελλάδα ως χώρο και χώρα είναι ιδιαίτερη.
«Πρώτη φορά ήρθα στην Ελλάδα το 1988, για ένα συμπόσιο Ελλήνων Ποντίων στους Δελφούς. Ήταν φθινόπωρο και έμεινα άναυδη από την εξαιρετική ομορφιά της φύσης και από το μεγαλείο της αρχαίας γλυπτικής και αρχιτεκτονικής. Έκτοτε έχω επισκεφτεί την Ελλάδα πολλές φορές – τα νησιά και την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλονίκη και άλλους ιστορικούς χώρους. Όλα τα ταξίδια μού εντυπώθηκαν και στη συνέχεια αντικατοπτρίστηκαν στους πίνακές μου» έχει δηλώσει η ίδια.
Ατομικές της εκθέσεις έχουν γίνει σε: Ρωσία, Λιθουανία, Πολωνία, Γιουγκοσλαβία, Σερβία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ελλάδα και Αυστρία. Επιπλέον, από το 2000 έως το 2010 συμμετείχε σε διεθνείς εκθέσεις τακτικών μελών της Ακαδημίας Τεχνών, σε: Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα και άλλες χώρες.

Έργα της Αλμπίνας Ακρίτας κόσμησαν κατά καιρούς συλλογικές εκθέσεις στη Ρωσία και στο εξωτερικό: Πολωνία, Μεγάλη Βρετανία, Ελλάδα, Αυστρία, ΗΠΑ, Γαλλία, Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Κίνα, κ.α.
Επίσης έχουν εκτιμηθεί και αγοραστεί για σημαντικές κρατικές και ιδιωτικές συλλογές, όπως είναι της Πινακοθήκης Edmond Rosenfeld (Παρίσι), της Maria Sheremetyeva (Βοστόνη), του Sam Davidson (Σιατλ), του Otto Heintz (Βιέννη), του Γιόγκο Ριότα (Κιότο) και φυσικά της Κρατικής Πινακοθήκης Τρετιακόφ.
Οι αναφορές αυτές είναι μόνο ενδεικτικές, καθώς ο κατάλογος του βιογραφικού της είναι τόσο εξαντλητικός όσο και εντυπωσιακός.
Το ταλέντο της δεν περιορίζεται στο πινέλο, αλλά εκδηλώνεται και με την πένα. Εκτός από χαρισματική ζωγράφος, είναι αναγνωρισμένη και βραβευμένη ποιήτρια. Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές στα ρωσικά, από το 1995 ως το 1999.


Οι διακρίσεις της επίσης εντυπωσιάζουν, καθώς έχει αναγορευτεί Λαϊκή Καλλιτέχνιδα της RSFSR (1981), Λαϊκή Καλλιτέχνιδα της Ρωσίας (2004), τακτικό μέλος της Ρωσικής Ακαδημίας Τεχνών (1997) και μέλος του προεδρείου της (1999).
Από το 1997 είναι καθηγήτρια Καλών Τεχνών και μέλος της Ένωσης Συγγραφέων της Ρωσίας. Επίσης είναι μέλος της Ρωσο-Ελληνικής Δημιουργικής Ένωσης Καλλιτεχνών.
Έχει λάβει άπειρα βραβεία για την εικαστική και ποιητική δουλειά της, μεταξύ των οποίων: Βραβείο της Κυβέρνησης της Μόσχας (2006), Ασημένιο Μετάλλιο της Ρωσικής Ακαδημίας Τεχνών (1988) και Χρυσό Μετάλλιο της Ρωσικής Ακαδημίας Τεχνών (1999).


Στις 14 Οκτωβρίου 2025, στη Λευκή Αίθουσα της Ρωσικής Ακαδημίας Τεχνών, εγκαινιάστηκε η ατομική της έκθεση «Ελληνική καρδιά, ρωσική ψυχή», η οποία έχει παρουσιαστεί και στη Θεσσαλονίκη, στην Πινακοθήκη της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, το 2016 στο πλαίσιο του Έτους Ελλάδα-Ρωσία. Προς τιμήν της διοργανώθηκε μια μεγάλη εκδήλωση.


Όπως έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις της, λατρεύει τη φύση –και ιδίως τα δάση– όπου συχνά κάνει εξορμήσεις με τον σύζυγό της, φεύγοντας από το θορυβώδες περιβάλλον της Μόσχας. «Στο δάσος, ο σύζυγός μου κι εγώ μαζεύουμε ξερά κλαδιά και ανάβουμε φωτιά, παρακολουθούμε τις ζωντανές φλόγες, μιλάμε», έχει πει.
Η άλλη αγάπη της είναι η Ελλάδα: «Εγώ ζω στη Ρωσία, ενώ η ψυχή μου κατά ένα μεγάλο μέρος είναι στην Ελλάδα. Την αγαπώ πολύ! Την νιώθω. Τα έργα μου μιλούν γι’ αυτό».
Για τη σημασία της Ελλάδας στην οικουμένη, η καλλιτέχνιδα έχει δηλώσει: «Πιστεύω ότι είναι η αφετηρία και το επίκεντρο του παγκόσμιου πολιτισμού, και όχι μόνο στις εικαστικές τέχνες. Η σπουδαία φιλοσοφία και λογοτεχνία της, αρμονικά συνυφασμένες με τη μυθολογία, έχουν διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο τον ευρωπαϊκό, ολόκληρο τον σύγχρονο παγκόσμιο, πολιτισμό».
















