Πέμπτη, 25 Οκτωβρίου 1912. Στην εφημερίδα Αθήναι (του Γεώργιου Κ. Πωπ), στη στήλη «Ο Πόλεμος» δημοσιεύεται άρθρο με τίτλο «Ο Διάδοχος μετά του Στρατού ευρίσκεται έξω της Θεσσαλονίκης», στο οποίο διαβάζουμε:
Κατ’ ασφαλείς πληροφορίας, από της 5ης μ.μ. ώρας τής χθες ο στρατός μας ήρχισε διερχόμενος διά των δύο επισκευασθεισών γεφυρών του Αξιού, ας οι φεύγοντας τούρκοι κατόπιν της ήττης των Γιαννιτσών είχον καταστρέψει, υπολογίζεται δε ότι μέχρι της πρωίας της σήμερον ο ελληνικός στρατός θα ευρίσκεται εντός της Θεσσαλονίκης.
Στη συνέχεια παρατίθενται τηλεγραφήματα που είχε στείλει ο Κωνσταντίνος προς το υπουργείο Στρατιωτικών. Το πρώτο, ενημερωτικό, είχε ημερομηνία 23 Οκτωβρίου:

Στο δεύτερο, με ημερομηνία 24 Οκτωβρίου, ο διάδοχος ζητά να «ετοιμαστεί» η Θεσσαλονίκη για τον ερχομό του στρατού:

Όλα δείχνουν ότι η μεγάλη στιγμή για την απελευθέρωση της πόλης έχει έρθει, το πρωί της επομένης όμως, Παρασκευής 26 Οκτωβρίου 1912, τίποτα δεν είναι ακόμα σίγουρο. Η (πρωινή) εφημερίδα δεν δημοσιεύει τίποτε απολύτως στην πρώτη σελίδα, και μόνο στη δεύτερη, και πάλι στη στήλη «Ο Πόλεμος», βλέπουμε το εξής:

Και υπό τον υπότιτλο «Σπάνις ειδήσεων», διαβάζουμε: «Αν και χθες την εσπέραν δεν ανεκοινώθη νεωτέρά τις είδησις περί ενεργείας του στρατού μας, εν τούτοις διεψεύθησαν επισήμως αι κυκλοφορήσασαι ανησυχαστικαί διαδόσεις και όλως φαντασιώδεις». (No news, good news που θα λέγαμε σήμερα.)
Το Σάββατο 27 Οκτωβρίου, ωστόσο, το πρωτοσέλιδο είναι επιτέλους διαφορετικό.
Η μεγάλη είδηση βρίσκεται σε μικρά και μεγάλα άρθρα – ακόμα και ο μεγάλος σατιρικός ποιητής Γιώργος Σουρής έχει γράψει για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το παρακάτω ποίημα:

Λοιπόν ξεχάνονται δεινά
και τόση καταφρόνια;
λοιπόν γυρίζουνε ξανά
λησμονημένα χρόνια;
Λοιπόν αλήθεια πώς γελά κι η μαύρη γη του πόνου,
οπού την απεμάρανε φαρμακωμένο χνώτο;
λοιπόν αλήθεια πώς κι εμείς στο πέρασμα του χρόνου
τορπίλη Βότση ‘κάναμε το ψαριανό μπουρλότο;
[…]
Αλήθεια, πώς πετούν αϊτοί
δικέφαλοι με Νίκη,
πώς μπαίνουν νικηταί Στρατοί
μες στη Θεσσαλονίκη
και στέκει και προσεύχεται βασιλική πορφύρα
μπροστά σε τάφο μάρτυρος, οπού σκορπίζει μύρα;
Αλήθειαις βγήκαν όλ’ αυτά,
κι ελεύθερη μας χαιρετά
και των Ψαρών η ράχη.
Κι η νέα πλάσις και η φυλή
εμάς προγόνους θα καλή,
εμάς προγόνους θάχη.
Δίπλα, το σημείωμα της σύνταξης με τίτλο «Ευλογίαι – Ευχαί – Ελπίδες» λέει:
Τα όνειρα μιας σειράς μακρών αιώνων πραγματοποιεί έν προς έν ο Ελληνικός στρατός, φέρων δαφνοστεφή μετά περιφανείς νίκας τα όπλα, άτινα εχαιρέτισαν χθες τον τίμιον Ναόν του Μυροβλήτου προστάτου της Μακεδονικής βασιλίδος των πόλεων. Ο μέλλων των Ελλήνων Βασιλεύς χαράττει διά του ξίφους αυτού την χρονολογίαν της χθεσινής ημέρας, ην προελογίσθη σκορπίζων άτακτα στίφη, τους υστάτους πραιτωριανούς του κατακτητού. Αι ευλογίαι των προγόνων ημών, αι ευχαί των γονέων ημών και αι ελπίδες της ελληνίδος νεότητος, ας σκέπωσι και ας φωτίζωσι τον δρόμον αυτού.
Στη δε στήλη με τις πολεμικές ειδήσεις, ο ενθουσιασμός ξεχειλίζει από τον τίτλο μέχρι την τελευταία τελεία:

Μεταξύ άλλων διαβάζουμε και για την υποδοχή της είδησης από τους Αθηναίους:
Αίφνης, την 5ην μ.μ. ώραν άνθρωποι έτρεξαν εις τας οδούς. Ήσαν δημοσιογράφοι, ερχόμενοι από το υπουργείον των Στρατιωτικών, από το υπουργείον των Εξωτερικών. Τα τηλέφωνα –υγρά και δυσήκοα– έκρουσαν τους ηλεκτρικούς των κώδωνας δαιμονιωδώς.
Ο κόσμος ο ολίγος, ο συρόμενος κάτω από τας ομβρέλλας εις τας κεντρικάς οδούς είδε τους τρέχοντας ανθρώπους, και ηρώτησεν:
— Εμπήκαμεν εις την Θεσσαλονίκην, εδόθη η απάντησις.
Μία ήτο και ήρκεσε να τροφοδοτήση την πόλιν ολόκληρον.
Οι τρέχοντες άνθρωποι επολλαπλασιάσθησαν. Δεν ήσαν πλέον δημοσιογράφοι. Ήσαν άγγελοι χαρμοσύνου ειδήσεως, ήσαν οι φορείς μιας μεγάλης νίκης, της εκπληρώσεως ενός μεγάλου πόθου.
— Εμπήκαμεν εις την Θεσσαλονίκην. […]
Ευτυχώς πάντως, μέσα στο κλίμα του ενθουσιασμού δεν ξεχάστηκαν τα πρακτικά ζητήματα:

















