Από φτωχό ορφανό της Μαριούπολης καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης. Όμως ποιος ήταν ο Άρχιππος Κουιντζή, ο Έλληνας ζωγράφος για τον οποίο έχουν γράψει οι μεγάλοι Ρώσοι λογοτέχνες Τουργκένιεφ, Ντοστογιέφσκι και Τολστόι;
Ο Άρχιππος Κουιντζή (Κουγιουμτζή) γεννήθηκε το 1841 (κατ’ άλλους 1843) στη συνοικία Καρασού (τουρκ. Κρυονέρι) της Μαριούπολης σε οικονομικά αδύνατη οικογένεια Ελλήνων.
Ο πατέρας του Ιβάν Κουγιουμτζή ήταν υποδηματοποιός. Ο Άρχιππος ορφάνεψε πολύ νωρίς και από τους δύο του γονείς. Την ανατροφή του ανέλαβαν οι θείοι του που στη συνέχεια ανέθεσαν σε Έλληνα δάσκαλο να του διδάξει την ελληνική γλώσσα.
Στο ρωσικό σχολείο όπου αρχικά φοίτησε, οι επιδόσεις του δεν ήταν καλές. Εκτός των καλλιτεχνικών. Εκεί ήταν πολύ καλός. Ο μικρός Έλληνας ζωγράφιζε με πάθος όπου έβρισκε: σε τοίχους, μάνδρες πεταμένα χαρτιά!
Καθώς οι θείοι του ήταν πολύ φτωχοί, ο ίδιος από έφηβος δούλεψε σε διάφορες εργασίες. Δούλεψε ως βοσκός χηνών, αργότερα στην οικοδομή και σε αρτοποιείο. Μια μέρα, ο αρτοποιός για τον οποίο δούλευε ο Άρχιππος, έτυχε να δει μια από τις ζωγραφιές του και ενθουσιασμένος τον προέτρεψε να πάει στην Κριμαία, για να φοιτήσει δίπλα στον διάσημο ζωγράφο Ιβάν Αϊβαζόφσκι.
Έτσι το καλοκαίρι του 1855 ο Άρχιππος πήρε το θάρρος και ταξίδεψε ως τη Θεοδοσία της Κριμαίας για να χτυπήσει την πόρτα του εξοχικού του Αϊβαζόφσκι. Ο Άρχιππος ήταν μόλις 14 ετών. Ο μεγάλος ζωγράφος δεν δέχθηκε να πάρει στη μαθητεία του τον Άρχιππο, αλλά βλέποντας το ταλέντο του τού συνέστησε να μεταβεί στην Οδησσό ή στην Αγία Πετρούπολη, για να γραφτεί στην Ακαδημία Καλών Τεχνών.
Ο Άρχιππος επέστρεψε στη Μαριούπολη, όπου δούλεψε σε φωτογραφείο για να βγάλει τα προς το ζην. Σύντομα πήγε στην Οδησσό και αργότερα το 1860 στο Ταϊγάνιο, όπου ως το 1865 έκανε την ίδια δουλειά.
Δουλεύοντας σε φωτογραφεία δεν παράτησε τη ζωγραφική, στην οποία αφιέρωνε τις λίγες ελεύθερες του ώρες. Παράλληλα προσπαθούσε να εισαχθεί στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης. Τον απέρριπταν συνεχώς έως το 1868, όταν τελικά έγινε δεκτός χάρη σε έναν πίνακα που δεν σώζεται σήμερα.
Στην Ακαδημία γνώρισε αρκετούς ανερχόμενους καλλιτέχνες της τσαρικής Ρωσίας, επηρεάστηκε αλλά και επηρέασε. Όλοι μαζί διοργάνωναν εκθέσεις, στις οποίες τα έργα του Κουιντζή ξεχώριζαν τόσο χάρη στην τεχνοτροπία τους, όσο και λόγω των ποικίλων κοινωνικών μηνυμάτων που δεν μπορούσαν να λείπουν από την έμπνευση ενός ζωγράφου τον οποίο σημάδεψε βαθιά η ορφάνια και η φτώχεια των πρώτων χρόνων της ζωής του.
Μέσα από τις εκθέσεις αυτές ο Κουιντζή καθιερώθηκε ως αναγνωρισμένος ζωγράφος, καθώς σημαίνουσες προσωπικότητες της ρωσικής διανόησης άρχισαν να μιλούν και να γράφουν για τα έργα του. Ζωγράφιζε τοπία και ήταν ο κυριότερος εκφραστής του ρεύματος των λεγόμενων «Ρώσων λουμινιστών», οι οποίοι ζωγράφιζαν τοπία τα οποία διαπερνούσε ένα υπερβατικό φως. Μάλιστα δημιούργησε ένα δικό του χρώμα για να απεικονίζει το έντονο φως – πραγματική καινοτομία για την ρωσική σχολή εικαστικών.
«Η ψευδαίσθηση του φωτός ήταν ο θεός του και δεν υπήρξε ζωγράφος ισάξιός του στο επίτευγμα αυτού του θαύματος της ζωγραφικής», δήλωσε για τον Έλληνα «μάγο του φωτός» ο μεγάλος Ρώσος ζωγράφος Ιλιά Ρέπιν.
Αποκλήθηκε και ως «ο πονηρός Έλληνας» και «ο μάγος του φωτός».
Ο Κουιντζή πίστεψε στις δυνάμεις του, παράτησε την Ακαδημία και αφιερώθηκε στην ανεξάρτητη καλλιτεχνική παραγωγή. Η μεγάλη επιβράβευση ήρθε το 1874, όταν βραβεύτηκε με μετάλλιο σε διεθνή έκθεση του Λονδίνου για τον πίνακα «Χιόνι», τον οποίο είχε φιλοτεχνήσει έναν χρόνο νωρίτερα.
Το 1875 παντρεύτηκε την Βέρα Κετσετζή-Σαποβάλοβα, κόρη ευκατάστατου μαριουπολίτη έμπορου, την οποία αγαπούσε από τα εφηβικά του χρόνια.
Το 1878, στην παγκόσμια έκθεση στο Παρίσι τα έργα του προκάλεσαν τον ενθουσιασμό του κοινού αλλά και των κριτικών. Αίσθηση έκανε η έλλειψη των ξένων επιδράσεων στα έργα του. Ο διάσημος υπέρμαχος του ιμπρεσιονισμού και κριτικός της τέχνης Λουί Ντυραντί χαρακτήρισε τον Έλληνα ζωγράφο της Ρωσίας: «Ο πιο ενδιαφέρων μεταξύ των νέων Ρώσων ζωγράφων, στον οποίον περισσότερο από ό,τι στους άλλους είναι αισθητή μια ιδιαίτερη ξεχωριστή εθνικότητα».
Ιδιαίτερα αγαπητός ήταν ο Κουιντζή ως δάσκαλος ζωγραφικής. Άφησε σπουδαία έμψυχη κληρονομιά, καθώς μαθητές του είναι οι κατοπινοί διάσημοι ζωγράφοι διαφόρων χωρών, όπως Ρωσίας, Πολωνίας, Ουκρανίας, Λιθουανίας, αλλά και Ελλάδας (Νικόλαος Χειμώνας, Μιχαήλ Λάτρης).
Ενώ σε όλη την ενήλικη ζωή του ως διάσημος ζωγράφος κέρδιζε πολλά χρήματα, ο ίδιος ζούσε πολύ λιτά με τη σύζυγό του, καθώς προτιμούσε να κάνει φιλανθρωπικό έργο.
Επιπλέον ασχολούνταν με την φροντίδα και ίαση των αρρώστων και πληγωμένων πουλιών. Επίσης φρόντιζε πεταλούδες. Όπως μας πληροφορεί ο τύπος της εποχής: «Πραγματοποίησε ένα θαύμα της χειρουργικής τεχνικής, έχοντας ράψει σε πληγωμένο φτερό πεταλούδας ένα λεπτότατο κομματάκι μεταξιού, αφού το έβαψε με χρώματα. Και η πεταλούδα που πριν ήταν ξαπλωμένη αβοήθητη στην γυάλινη οροφή του εργαστηρίου του, πέταξε μακριά με ολοκαίνουργιο φτερό».
Το 1881 ο Κουιντζή βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του όταν ξαφνικά αποτραβήχτηκε από τον καλλιτεχνικό κόσμο για είκοσι ολόκληρα χρόνια, για να απομονωθεί στο εργαστήριό του.
Οι λόγοι της απομόνωσής του είναι μέχρι σήμερα άγνωστοι. Σε όλο αυτό το διάστημα δεν έδειξε σε κανέναν κάποιο έργο του.
Το κοινό και οι κριτικοί θεώρησαν ότι εξάντλησε πλήρως το ταλέντο του, ότι δεν έχει έμπνευση, ότι δεν μπορεί να δώσει κάτι παραπάνω και άλλα παρόμοια. Αυτό που δεν γνώριζαν είναι ότι κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών ο ζωγράφος δημιούργησε κοντά στα 500 σκίτσα και πίνακες.
Το 1894, δε, ο Άρχιππος Κουιντζή έγινε καθηγητής στην Αυτοκρατορική Ακαδημία Καλών Τεχνών, που κάποτε τον απέρριπτε τόσο πεισματικά.
Το 1901 ήταν η χρονιά της μεγάλης επιστροφής. Τότε οι πόρτες του εργαστηρίου του άνοιξαν και κατέπληξαν ξανά τους κριτικούς και το κοινό.
Ο Άρχιππος Κουιντζή απεβίωσε το 1910 στην Αγία Πετρούπολη μετά από πνευμονία. Άφησε κληρονομιά ένα χρηματικό ποσό για τη συντήρηση της συζύγου του, για τους συγγενείς του. Επίσης κληροδότησε την εκκλησία στην οποία ο ίδιος είχε βαπτιστεί, για την ίδρυση σχολείου με το όνομά του.
Το μεγαλύτερο κεφάλαιό του όμως κληροδοτήθηκε στον Σύλλογο «Κουιντζή», που είχε ιδρύσει ο ίδιος για να βοηθά και να στηρίζει τους νέους ζωγράφους.
Σήμερα το Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μαριούπολης φέρει το όνομα του «Α. Ι. Κουιντζή», όπως και το μουσικό σχολείο της Μαριούπολης, ένα μουσείο, ένα κέντρο πολιτισμού, αλλά και ένα ακρωτήριο στο αρχιπέλαγος της Νέας Γης στον Βόρειο Πόλο.
Σπάρτακος Τανασίδης