«Έκτοτε αγνοείται η τύχη του». Αυτή η φράση στοίχειωνε για πολλά χρόνια την ελληνική κοινωνία, καθώς συμπύκνωνε το δράμα των συγγενών των αγνοούμενων στρατιωτών και Μικρασιατών ομογενών της Μικρασιατικής Καταστροφής – συναντάται σε αγγελίες σε εφημερίδες, σε αιτήσεις προς κρατικές Αρχές και στις αναζητήσεις του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.
Η συντριπτική ήττα του Ελληνικού Στρατού από τον Τουρκικό Εθνικιστικό Στρατό έθεσε τέλος στη Μικρασιατική Εκστρατεία και στον πόλεμο που διήρκεσε τρία χρόνια. Ακολούθησε η Καταστροφή της Σμύρνης, το τελευταίο βίαιο επεισόδιο σε ένα δεκαετές ολοκαύτωμα που στοίχισε τη ζωή σε 3 και πλέον εκατομμύρια χριστιανούς, Αρμένιους, Έλληνες και Ασσύριους.
Όσο στην αποβάθρα της Σμύρνης ο ελληνισμός της Ιωνίας ψυχορραγούσε, ένα παράλληλο δράμα βρισκόταν σε εξέλιξη, η αιχμαλωσία χιλιάδων Ελλήνων στρατιωτών.
Μήνες αργότερα μετά τον μαύρο Σεπτέμβριο του 1922, η ελληνοτουρκική Σύμβαση της Λοζάνης που υπογράφηκε στις 30 Ιανουαρίου του 1923, εκτός από την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, περιλάμβανε και τη σύμβαση «περί αποδόσεως πολιτικών κρατουμένων και ανταλλαγής αιχμαλώτων πολέμου».
Αυτή προέβλεπε την ανταλλαγή περίπου 10.000 Ελλήνων και Τούρκων αιχμαλώτων πολέμου «στρατιώτην προς στρατιώτην, αξιωματικών προς αξιωματικόν». Ο αριθμός βέβαια των Ελλήνων στρατιωτών που αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους ήταν πολύ μεγαλύτερος.
Σύμφωνα με το ελληνικό Υπουργείο Στρατιωτικών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή έλειπαν από τη Στρατιά της Μικράς Ασίας 54.000 οπλίτες και 2.521 αξιωματικοί. Από τον Απρίλιο του 1923 έως την άνοιξη του 1924 επέστρεψαν περίπου 16.000 με 17.000 Έλληνες στρατιώτες αιχμάλωτοι.
Οι υπόλοιποι 40.000, σύμφωνα με τους αριθμούς του Υπουργείου Στρατιωτικών, είτε πέθαναν κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας από τους Τούρκους εξαιτίας εκτελέσεων, λιντσαρίσματος από τον τουρκικό όχλο, άθλιων συνθηκών διαβίωσης και επιδημιών είτε δεν ήταν γνωστή καμία πληροφορία για την τύχη τους.
«Τι ήτο λοιπόν το ρίγος εκείνο το οποίο διέδραμε το σώμα των χιλιάδων πολιτών των δύο πόλεων, οι οποίοι ευρέθησαν προ του θεάματος των ανθρωπίνων σκιών και των ανθρωπίνων κουρελλιών τα οποία επλημμύρισαν τας Αθήνας και τον Πειραιάν», έγραφε η εφημερίδα Εμπρός στις 5 Απριλίου 1923 για να περιγράψει την άθλια κατάσταση των πρώτων Ελλήνων αιχμαλώτων που αποβιβάστηκαν στον Πειραιά, αφού πρώτα πέρασαν από το λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου, στις αρχές Απριλίου του 1923.
Σύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητή Στρατιωτικής Ιστορίας Νίκο Κανελλόπουλο, ο οποίος μίλησε στο Ράδιο Ένα 102,5 «οι μαρτυρίες των αξιωματικών που επέστρεψαν καταγράφουν λεπτομερώς τα στάδια εξόντωσης: πρώτα μαζικές εκτελέσεις, κυρίως τραυματιών, αφαίρεση πολύτιμων αντικειμένων, ρούχων και υποδημάτων, εξαντλητικές πορείες χωρίς τροφή και νερό, εκτεθειμένοι σε λιθοβολισμούς και επιθέσεις από τον τουρκικό όχλο. Υπήρξαν ακόμη περιπτώσεις εξαγοράς αιχμαλώτων για εκτέλεση, γνωστές ως “κουρμπάν”.
»Οι αξιωματικοί κρατήθηκαν σε σχετικά καλύτερες συνθήκες σε στρατόπεδα όπως το Κιρ Σεχίρ, ενώ οι στρατιώτες χρησιμοποιούνταν ως εργατικό δυναμικό υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, κυρίως το χειμώνα του 1922-1923. Στρατιωτικοί γιατροί καταγράφουν θανάτους από επιδημίες, κρυοπαγήματα και υποσιτισμό.
»Παράλληλα, η παρέμβαση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού ανέδειξε τις άθλιες συνθήκες, μολονότι οι Τούρκοι συχνά σκηνοθετούσαν τις επιθεωρήσεις για να παρουσιάσουν ψευδή εικόνα. Τα αρχεία του Στρατού, του υπουργείου Εξωτερικών και οι μαρτυρίες των ίδιων των αιχμαλώτων αποκαλύπτουν την ένταση, τον πόνο και την τραγικότητα της εμπειρίας, αφήνοντας ανεξίτηλο σημάδι στη συλλογική μνήμη του ελληνισμού».