Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που γεννήθηκαν για να χαρίζουν τη φωνή τους απλόχερα. Όχι μόνο γιατί είχε μία από τις πιο αναγνωρίσιμες, γλυκές και μελαγχολικές φωνές του ελληνικού πενταγράμμου, αλλά γιατί η ίδια του η ζωή κουβαλούσε τον λυρισμό ενός τραγουδιού.
Ο Γιάννης Πουλόπουλος δεν είχε εύκολα παιδικά χρόνια. Ένα φτωχόπαιδο, μεγαλωμένο μέσα σε στερήσεις, που πάλεψε από μικρός με τη σκληρή πλευρά της ζωής. Ορφανός από μητέρα από τα πέντε του χρόνια, μεγάλωσε με τον πατέρα του Γιώργο, τον αδελφό του Βασίλη και αργότερα με τη μητριά του.
Τα πρώτα του βήματα
Ήταν ακόμα παιδί όταν οι γύρω του άρχισαν να παρατηρούν πως κάτι ξεχωριστό συνέβαινε με τη φωνή του. Σαν να είχε μέσα του γεννηθεί ένα τραγούδι που ζητούσε να ακουστεί.
Οι φίλοι του τον παρότρυναν, εκείνος το πίστευε, και δεν άργησε να κάνει το πρώτο του μεγάλο βήμα.
Μπήκε με όνειρα σε έναν κόσμο που δεν τον περίμενε με ανοιχτές αγκάλες.
Πίσω από τα μεροκάματα που έχανε στις οικοδομές και τα συνεργεία ελαιοχρωματισμών, υπήρχε ένα πείσμα που δεν γνώριζε όρια. Κάθε μέρα, σχεδόν επίμονα, περνούσε από τα γραφεία των δισκογραφικών, ζητώντας μία ακρόαση. Κανείς δεν του υποσχόταν τίποτα, κι όμως εκείνος δεν το έβαζε κάτω.
Ένα μικρό πρώτο βήμα έγινε με την ηχογράφηση ενός τραγουδιού που όμως δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Το ίδιο έγινε και με το δεύτερο. Τίποτα δεν ήταν εύκολο.
Ώσπου ήρθε μια μέρα που μια φωνή μεγαλύτερη, γεμάτη εμπειρία και διορατικότητα, διέκρινε το φως πίσω από το άγνωστο όνομά του. Σε μία ακρόαση με δεκάδες υποψήφιους, η ερμηνεία του συγκλόνισε. Ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες στάθηκε απέναντί του και δήλωσε: «Αυτόν, εγώ θα τον κάνω τραγουδιστή». Ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης που είχε πιστέψει σε εκείνον και όλα πλέον αποκτούσαν άλλη βαρύτητα.
Έγινε όπως ακριβώς είπε ο Μίκης. Από εκεί και πέρα, η φωνή του Πουλόπουλου δεν χρειάστηκε να χτυπά ξένες πόρτες. Άρχισε να ηχεί σε θέατρα, σε δίσκους, σε ραδιόφωνα. Κι ο δρόμος που τόσο καιρό του φαινόταν ανηφορικός, άρχισε σιγά σιγά να του χαρίζεται. Και μόνο η συνεργασία του με τον Μίμη Πλέσσα ο οποίος και του χάρισε «διαμάντια» του ελληνικού πενταγράμμου που τραγουδιούνται ακόμα και σήμερα, ήταν αρκετή για να του χαρίσει τη δική του θέση στο πάνθεον τον κορυφαίων τραγουδιστών της χώρας μας.
Με τον δικό του ήσυχο, εσωστρεφή τρόπο, ο Γιάννης Πουλόπουλος κατέκτησε την κορυφή χωρίς τυμπανοκρουσίες. Στα τραγούδια του δεν υπήρχε περιττό βάρος. Όπως και στη ζωή του. Ό,τι είχε να πει, το έλεγε με το βλέμμα, το συναίσθημα και τις νότες. Ο Γιάννης Πουλόπουλος υπήρξε σπάνιος και ως καλλιτέχνης, και ως άνθρωπος.
Ήταν εσωστρεφής, λιγομίλητος, επιλεκτικός. Ποτέ δεν κυνηγούσε τα φώτα, παρότι εκείνα τον κυνηγούσαν σε όλη του τη διαδρομή. Από το «Μην του μιλάτε του παιδιού» μέχρι τον «Άγνωστο», όλες οι ερμηνείες του έμοιαζαν με σελίδες από την προσωπική του βιογραφία.
Οι δύο γυναίκες που τον σημάδεψαν
Κι όμως, πίσω από εκείνο το «βαρύ» βλέμμα και τα πράσινα μάτια που έμοιαζαν με αυτά του πάνθηρα –όπως χαρακτηριστικά θυμάται συχνά η σύζυγός του Μπέττυ– υπήρχε ένας άντρας τρυφερός. Η γνωριμία τους έγινε τυχαία, σχεδόν κινηματογραφικά, ένα βράδυ στη «Νεράϊδα», όταν εκείνη είχε μόλις επιστρέψει από την Αμερική. Ο θείος της, σύζυγος της Αλέκας Κανελλίδου, την πήγε σε ένα πάρτι γενεθλίων, χωρίς να της πει πολλά. Εκεί, καθισμένος και σιωπηλός, ήταν και ο Γιάννης Πουλόπουλος.
«Του λέω “χρόνια πολλά” και γυρνά με εκείνα τα μάτια… ένας πάνθηρας ήταν», έχει πει η ίδια σε σπάνια συνέντευξή της στη Ζήνα Κουτσελίνη. «Αυτό ήταν. Έγινε φιλικός, αγόρασε όλες τις γαρδένιες του μαγαζιού και τις έφερε στο τραπέζι μας».
Ήταν, όμως, και μια εποχή που ο Γιάννης Πουλόπουλος ετοιμαζόταν να παντρευτεί άλλη γυναίκα. Είχε φτιάξει και το σπίτι του για εκείνη. Η ζωή, όμως, είχε άλλα σχέδια. Όταν εμφανίστηκε η Μπέττυ μπροστά του, τα πάντα άλλαξαν. Η ανατροπή ήρθε αθόρυβα, αλλά ήταν καθοριστική. Η σχέση τους ωρίμασε με τον χρόνο. Δύο χρόνια μετά τη γνωριμία τους, παντρεύτηκαν. Εκείνη άφησε πίσω την Αμερική. Εκείνος άφησε πίσω το παρελθόν του. Και μαζί, δημιούργησαν το δικό τους «σπίτι», κυριολεκτικά και συναισθηματικά.
«Πήρα αυτόν που ήθελα. Άλλο να παντρευτείς, κι άλλο να παντρευτείς αυτόν που έχεις ερωτευτεί. Στην αρχή υπήρχαν δυσκολίες… εγώ μεγάλωσα με cheesecake και έπρεπε να φάω φασολάδα», παραδέχτηκε η Μπέττυ αναφερόμενη στον γάμο της με τον κορυφαίο τραγουδιστή.
Η Άντα, οι σκιές και το φινάλε
Η κόρη τους, η Άντα, σήμερα σχεδόν 34 ετών, κουβαλά πάντα την παρουσία του πατέρα της μέσα της αλλά και στο σπίτι. Κάθε γωνιά, κάθε τοίχος, κάθε σιωπή… θυμίζει τον Γιάννη Πουλόπουλο. Μπορεί εκείνος να έφυγε το 2020, αλλά για εκείνη δεν έφυγε ποτέ. Της λείπει. Όπως λείπει σε όλους μας.
Τα τελευταία του χρόνια ήταν δύσκολα. Ένα έμφραγμα τον ταλαιπώρησε σοβαρά και τον ανάγκασε να κόψει μαχαίρι το τσιγάρο που τόσο αγαπούσε. Έπασχε από γλαύκωμα, και τελικά έχασε πλήρως την όρασή του. Όλα γίνονταν όλο και πιο σκοτεινά, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και παρότι δεν το έδειχνε, πονούσε. Σωματικά και ψυχικά. Στις 23 Αυγούστου του 2020, έφυγε ήσυχα, όπως ήσυχα είχε ζήσει.
Πέντε χρόνια μετά, η φωνή του εξακολουθεί να είναι ζωντανή μέσα από τα τραγούδια του. Σε ραδιόφωνα, σε κασέτες, σε playlists, σε ψυχές. Ο Γιάννης Πουλόπουλος δεν ήταν ένας ακόμα τραγουδιστής. Ήταν μια ολόκληρη εποχή. Από εκείνους τους καλλιτέχνες που τραγουδούσαν με τρόπο που δεν γίνεται να ξεχάσεις. Γιατί κάποια τραγούδια, όταν λέγονται με ψυχή, μένουν. Όπως έμεινε και εκείνος στη συνείδηση όλων μας.
Κάλλια Λαμπροπούλου