Η πρόσφατη ανακήρυξη δύο Εθνικών Θαλάσσιων Πάρκων από την ελληνική κυβέρνηση –στο Ιόνιο και στις νότιες Κυκλάδες– παρουσιάστηκε με περιβαλλοντική αιτιολόγηση, όμως αποτέλεσε και σαφή στρατηγική δήλωση.
Μέσω αυτών, η Αθήνα επιχειρεί να αποκλείσει την παρουσία καταστροφικής αλιείας σε περιοχές που συχνά αξιοποιούνταν από τουρκικά αλιευτικά – και όχι πάντα για σκοπούς αλιείας. Θα τα καταφέρει;
Η Τουρκία απάντησε ανακοινώνοντας δικά της «θαλάσσια πάρκα» στο Αιγαίο. Το πρόβλημα είναι η τακτική βάσει της οποίας τόσο η Άγκυρα όσο και η Τρίπολη επιχειρούν να ανατρέψουν το νομικό και κυριαρχικό καθεστώς της Ανατολικής Μεσογείου.
Η πρόσφατη ρηματική διακοίνωση της Λιβύης στον ΟΗΕ, με παρότρυνση της Τουρκίας, αναβιώνει το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο και χαρακτηρίζει «άκυρη» την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία του 2020. Η λιβυκή κυβέρνηση ζητεί την «αναγνώριση» θαλάσσιων συντεταγμένων που συγκρούονται με τα ελληνικά συμφέροντα, επιχειρώντας να δημιουργήσει τετελεσμένα σε περιοχές νοτίως της Κρήτης, λίγες μόνο ημέρες μετά την εκδήλωση ενδιαφέροντος της Chevron για έρευνες εκεί.
Η εμπλοκή των ΗΠΑ μέσα από τις επιχειρηματικές κινήσεις της Chevron, που ενδιαφέρεται τόσο για ελληνικά οικόπεδα όσο και για λιβυκές παραχωρήσεις, θέτουν στην Ουάσινγκτον το ερώτημα: Θα σταθεί στο πλευρό των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, ή θα προτιμήσει να ισορροπήσει σε μια λογική «διπλού ταμπλό», ώστε να πετύχει αμερικανικές επενδύσεις υπό το αφήγημα Τουρκίας-Λιβύης;
Η επίσκεψη του συμβούλου του Τραμπ για την Αφρική Μάσαντ Μπούλος τόσο στην Τρίπολη όσο και στη Βεγγάζη δεν αφήνει αμφιβολίες: η Ουάσινγκτον συνομιλεί και με την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (Ντμπεϊμπά), και με τον Χαφτάρ. Μάλιστα, ο Ντμπεϊμπά παρουσίασε σχέδιο οικονομικής σύμπραξης 70 δισεκατομμυρίων δολαρίων, καλώντας αμερικανικούς κολοσσούς να επενδύσουν σε έργα ενέργειας, ορυκτών και τηλεπικοινωνιών.
Στην πραγματικότητα, οι Τούρκοι ενορχηστρώνουν την προσέγγιση και με τις δύο πλευρές, επιδιώκοντας να διαμορφώσουν ένα μοντέλο «τουρκο-αμερικανικής συμπληρωματικότητας» στο λιβυκό έδαφος.
Την ίδια στιγμή, Ιταλία και Βρετανία διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στο παρασκήνιο. Η Ρώμη συνεννοείται στενά με την Άγκυρα, κυρίως για το Μεταναστευτικό και τα ενεργειακά. Η βρετανική διπλωματία μεσολαβεί μέσω της πρέσβειρας στην Άγκυρα –πρώην πρέσβειρας στη Ρώμη–, η οποία γνωρίζει και τις δύο πλευρές και επιχειρεί να επιδράσει στις αποφάσεις της Ουάσινγκτον.
Και κάπου εδώ, η Αθήνα… απουσιάζει.
Καμία συμμετοχή σε συνομιλίες με τις ΗΠΑ, κανένας στρατηγικός διάλογος για Λιβύη, καμία πρόταση προς αξιολόγηση. Η ελληνική κυβέρνηση αναδεικνύει τις θαλάσσιες ζώνες ως «πολιτιστικά και οικολογικά τοπία», όμως οι άλλοι τις διαχειρίζονται σαν πεδίο πολυεπίπεδων παζαριών, επενδύσεων, αλληλοεκβιασμών και γεωστρατηγικών χαρτών.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, το μήνυμα της Ελλάδας στον ΟΗΕ για τις ανυπόστατες αναφορές του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας (ΟΙΣ) έχει κρίσιμη σημασία. Ο ΟΙΣ, ακολουθώντας τη ρητορική της Άγκυρας, μιλά για «τουρκική μειονότητα στη Θράκη και στα Δωδεκάνησα» και «τουρκική κοινότητα στην Κύπρο».
Η ελληνική απάντηση ήταν σαφής: τέτοιες αναφορές παραβιάζουν κατάφωρα το διεθνές δίκαιο και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Ο πρέσβης Ιωάννης Σταματέκος απέρριψε κατηγορηματικά τις διακηρύξεις του ΟΙΣ, υπενθυμίζοντας ότι η μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη καθορίζεται αποκλειστικά από τη Συνθήκη της Λοζάνης. Επιπλέον, τόνισε ότι η αποσχιστική οντότητα στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Κύπρου δεν πρέπει να αναγνωρίζεται – θέση που υποστηρίζουν τα Ψηφίσματα 541 και 550.