Περίπου 200 χιλιόμετρα απέχει η Κιουτάχεια από την Κωνσταντινούπολη· όμως η σιδηροδρομική σύνδεση πολύ συχνά έφερνε στον τόπο αυτόν της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας «τουρίστες» με έναν συγκεκριμένο σκοπό, να προμηθευτούν κεραμικά. Το ίδιο ίσχυε για τους κατοίκους της Σμύρνης, που επίσης έφταναν με το τρένο.
Η Κιουτάχεια, σταυροδρόμι σημαντικών εμπορικών δρόμων, ήδη από τον 15ο αιώνα ήταν το σημαντικότερο κέντρο κεραμικής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μάλιστα τον 18ο αιώνα, όταν παρήκμασε η φημισμένη αγγειοπλαστική του Ιζνίκ, τα εργαστήρια της Κιουτάχειας διεκδίκησαν τη θέση της, παράγοντας μια μεγάλη ποικιλία αγγείων και πλακιδίων.
Στις αρχές του 20ού αιώνα ολόκληρη η πόλη γνώρισε μια περίοδο ακμής, με αφορμή τις μαζικές παραγγελίες για την επένδυση τζαμιών, μνημείων και άλλων οικοδομημάτων, στο πλαίσιο του Πρώτου Εθνικού Αρχιτεκτονικού Κινήματος που ενσωμάτωνε στοιχεία της οθωμανικής και σελτζουκικής αρχιτεκτονικής.
Οι Ρωμιοί είχαν συστήσει εννέα αγγειοπλαστεία, με σημαντικότερο αυτό του Μηνά Αβραμίδη. Άξιοι τεχνίτες ήταν και οι Αρμένιοι.
Οι δημιουργίες των εργαστηρίων, διάσημες ανά την Ευρώπη ως οι περίφημες «πορσελάνες της Κιουτάχειας» (αν και δεν επρόκειτο για πορσελάνη αλλά για λευκό σκληρό πηλό με λαμπερή εφυάλωση), έφτασαν να κοσμούν μέχρι χριστιανικές εκκλησίες και μοναστήρια στην Εγγύς Ανατολή, ή ακόμα και στο Άγιον Όρος. Ξεχωρίζουν για το ρεπερτόριο των άνθινων συνθέσεων και φυτικών μοτίβων ζωγραφισμένων με απαράμιλλη δεξιοτεχνία.
Όταν στις 4 Ιουλίου του 1921 ο Ελληνικός Στρατός εισέβαλε στην Κιουτάχεια οι Έλληνες έμειναν έκθαμβοι τόσο για την αστική της ανάπλαση όσο και για τον εντυπωσιακό διάκοσμο με τα πολύχρωμα πορσελάνινα πλακίδια στις προσόψεις κτηρίων.
Η φαληρική «Κιουτάχεια»
Η άφιξη των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα συνέβαλε καθοριστικά και στην ανάπτυξη της ελληνικής αγγειοπλαστικής.
Λίγους μόλις μήνες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον Μάρτιο του 1923, ο Μηνάς Πεσματζόγλου από τη Σπάρτη της Πισιδίας αναζήτησε στις γειτονιές του Πειραιά και της Αθήνας Αρμένιους και Έλληνες Κιουταχιώτες τεχνίτες για να δώσουν ζωή στο εργαστήρι του. Για λίγους μήνες βασικός κεραμίστας ήταν ο Μηνάς Αβραμίδης.
Σκοπός του Μηνά Πεσματζόγλου ήταν να αναβιώσει στη νέα του πατρίδα, μέσω της καλλιτεχνικής παραγωγής, την τεχνική που χρησιμοποιούσαν στη μικρασιατική Κιουτάχεια. Το 1925 καλλιτεχνικός διευθυντής ανέλαβε ο Στρατής Δούκας.
Το πρώτο χρονικό διάστημα λειτουργίας του εργοστασίου οι τεχνίτες του αναγκάστηκαν να πειραματιστούν αρκετά (συχνά με αποτυχία) ως προς τα είδη του πηλού και των χρωμάτων που θα χρησιμοποιούσαν, και να κάνουν πολλές δοκιμές, καθώς στον ελλαδικό χώρο δεν υπήρχαν οι αντίστοιχες πρώτες ύλες που είχαν συνηθίσει να εργάζονται στη Μικρασία.
Όμως δέκα χρόνια αργότερα το δημιούργημα του Μηνά Πεσματζόγλου, η «Ανώνυμος Αγγειοπλαστική Εταιρεία Η Κιουτάχεια», στελεχωμένη μάλιστα ως επί το πλείστον με γυναίκες αγγειογράφους από τη Μικρά Ασία, μπορούσε να υπερηφανεύεται για διακρίσεις σε εγχώριες και διεθνείς εκθέσεις, για εξαγωγές προϊόντων πολυτελείας –αγγείων και πιάτων– στην Ευρώπη και την Αμερική, και βεβαίως για τα περίφημα εφυαλωμένα πλακίδια που κοσμούσαν τζάκια, αίθουσες και προσόψεις ιδιωτικών και δημόσιων κτηρίων.
Μεταξύ των τελευταίων, ξεχώριζαν τα επιβλητικά κτήρια της Εθνικής Τράπεζας στην Αθήνα και την επαρχία, επενδυμένα με τα πλακίδια της φαληρικής βιοτεχνίας. Ήταν ο καρπός της έμπνευσης ενός Καππαδόκη, του Νικόλαου Ζουμπουλίδη από τη Σινασό, επικεφαλής αρχιτέκτονα της Τράπεζας και ιδρυτικού στελέχους της «Κιουτάχειας».
Διακοσμητικά πρότυπα στην παραγωγή του φαληρικού εργοστασίου στον Μεσοπόλεμο, που αποτέλεσε περίοδο ακμής για την εταιρεία, υπήρξαν κυρίως οι τεχνοτροπίες του Ιζνίκ (16ου-17ου αιώνα) και της Κιουτάχειας. Κατά συνέπεια η αισθητική είναι νεοοθωμανική.
Όσο όμως άρχισε να ενισχύεται το ενδιαφέρον της ελληνικής αστικής τάξης για τη λαϊκή παράδοση και τη δημιουργία μιας «ελληνικής τέχνης», η «Κιουτάχεια» προσέθεσε μοτίβα από την Αρχαιότητα, το Βυζάντιο, τον λαϊκό πολιτισμό, τα οποία «τεκμηρίωναν» τη συνέχεια του ελληνισμού, τουλάχιστον στον τομέα της ζωγραφικής των κεραμικών.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και λόγω οικονομικών προβλημάτων ο Μηνάς Πεσματζόγλου αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τη διοίκηση του εργοστασίου. Έκτοτε και έως το 1955, οπότε η «Κιουτάχεια» φαίνεται να ανέστειλε τη λειτουργία της, η επιχείρηση εισήλθε σε φάση παρακμής.
Η έκθεση στη Βουλή
Αυτή την άγνωστη σε πολλούς ιστορία της κεραμικής βιοτεχνίας και των ανθρώπων της –των τεχνιτών, κυρίως προσφύγων–, που συνέχισαν την παράδοση της κεραμικής τέχνης της Ανατολής στην Ελλάδα λίγο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, αναδεικνύει έκθεση που φιλοξενείται στον εκθεσιακό χώρο του Ελληνικού Κοινοβουλίου.
«…αγαπημένα έργα των χειρών τους. Κεραμικά των προσφύγων δημιουργών της Φαληρικής Κιουτάχειας» είναι ο τίτλος. Διοργανώνεται από το Ίδρυμα της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία και θα διαρκέσει έως τις 31 Οκτωβρίου.
Μέσα από αυθεντικά έργα, αρχειακό υλικό και πιστά αντίγραφα των περίφημων εφυαλωμένων πλακιδίων που κοσμούν ακόμα και σήμερα το Μέγαρο της Βουλής, οι επισκέπτες της έκθεσης έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν ένα σημαντικό αλλά και συγκινητικό κεφάλαιο της νεότερης ελληνικής πολιτιστικής ιστορίας.