Για τα ήθη και τα έθιμα στα Κοτύωρα, την πατρίδα της μητέρας του στην οποία και ο ίδιος πέρασε τα παιδικά του χρόνια, έχει γράψει ο Ξενοφών Άκογλου, ο λογοτέχνης, λαογράφος και στρατιωτικός που είναι γνωστός και με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Ξένος Ξενίτας.
Το έργο του Από τη ζωή του Πόντου – Λαογραφικά Κοτυώρων κυκλοφόρησε το 1939 στην Αθήνα. Ακόμα και σήμερα θεωρείται πολύτιμο λαογραφικό ντοκουμέντο, διότι αποτυπώνει την καθημερινότητα των Ελλήνων.
Έρθεν κι’ ο Καλομηνάς
γάλαν φα όταν πεινάς.
Τ’ όνομα Καλομηνάς του δόθηκε [σ.σ. του Μαΐου] για την ομορφιά και τη δροσερότητά του, είτε και για ευφημισμό και καλόπιασμα, επειδή είχαν τη δοξασία ότι το μήνα αυτόν τα ξωτικά ήτανε στη δράση τους, είτε για τους δυο αυτούς λόγους.
Από το βράδυ της παραμονής [σ.σ. της Πρωτομαγιάς] κρέμαγαν απάνω από την πόρτα του σπιτιού το πρωτομαγιάτικο στεφάνι. Ο σκελετός του έπρεπε να είναι από αγριοτριανταφυλλιά (μασούραν). Του βάζανε διάφορα λουλούδια, προπαντός τριαντάφυλλα, και μαζί μ’ αυτά και σκόρδο. Επικρατούσε η δοξασία ότι η αγριοτριανταφυλλιά και το σκόρδο προστατεύουν το σπίτι και τους σπιτικούς από προσβολές ξωτικών που ελεύθερα γυρίζουν όλο το μήνα.
Για προφύλαξη δεν έβγαιναν έξω πολύ νωρίς το πρωί, ούτε και τη νύχτα. Προπαντός φύλαγαν και πρόσεχαν τα μικρά παιδιά, και ιδίως τ’ αβάφτιστα.
Την Πρωτομαγιά έπρεπε όλοι να πιουν γάλα. Όσοι είχαν τα μέσα, το συνέχιζαν κι όλο το μήνα. Πίστευαν ότι καθαρίζει το αίμα.
Το γάλαν τον Καλομηνάν καθαρίζ’ το γαίμαν.
Επίσης βγαίνανε στις εξοχές από πολύ νωρίς το πρωί, πριν βγει ο ήλιος, με φαγητά και πιοτά. Το γάλα το πίνανε κυρίως στην εξοχή. Οι Τούρκοι χωρικοί που ήτανε στην περιοχή εκεί σε σκόρπια μοναχικά σπίτια –ανάμεσα Τάπιες και Ποζούκ Καλέ– το ’ξεραν και πρωί-πρωί πήγαιναν το γάλα σε ορισμένα σημεία όπου τους είχανε παραγγείλει πιο πριν, ή και για να πουλήσουν σ’ εκείνους που έβγαιναν στην εξοχή. Πολλοί πήγαιναν με βάρκες στολισμένες, βγαίνανε στη στεριά, γλεντοκοπούσαν όπως κ’ οι άλλοι με φαγοπότια, μουσικές και γραμμόφωνα όλη μέρα, και προς το βράδυ επιστρέφανε στα σπίτια τους.
Και το βράδυ της παραμονής και το πρωί στην εξοχή όλη μέρα και το βράδυ της Πρωτομαγιάς στην επιστροφή, τραγουδούσαν τον Μάη, όπως κι αλλού:
Καλώς τόνε τον Μάη, τον χρυσό Μάη·
με τ’ άνθη στολισμένος, ήρθες πάλι.
Μάη-Μάη, χρυσο-Μάη μ’ άσπρες φορεσιές·
Μάη-Μάη, χρυσο-Μάη όλο με δροσιές.
Πρωτομαγιά τα λούλουδα γιορτάζουν
και τα πουλιά τα ταίρια τος φωνάζουν·
τραγουδούν τον Μάη-Μάη γύρω στα κλαδιά·
τραγουδούν τον χρυσο-Μάη στην αμυγδαλιά.
Το νερό από βροχή της Πρωτομαγιάς το είχανε σε πολύ εκτίμηση. Στέκανε με ξέπλεκα μαλλιά στη βροχή για να βραχούν κι έτσι να φουντώσουν και να μεγαλώσουν. Επίσης το χρησιμοποιούσαν και σαν μαγιά, για να πήξουν το τυρί.