Η Παναΐα τ’ άκουσε, πέφτει λιγοθυμάει
νερό σταμνιά την περεχούν, τρία γυαλιά του μόσχου,
τέσσερα το ροδόσταμο, ώστε να συνεφέρει,
κι απάνω που συνέφερε τούτο το λόγο λέγει.
– Δεν έχ’ γκρεμό να γκρεμιστώ για το μονογενή μου
δεν έχ’ μαχαίρι να σφαγώ για το μονογενή μου
δεν έχ’ σκοινί να κρεμαστώ για το μονογενή μου.
Απολογιέται κι ο Χριστός της μάνας του και λέγει:
– Μάνα μ’ αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιέται όλος ο κόσμος,
μάνα μου αν σφαγείς εσύ, σφάζετ’ όλος ο κόσμος,
μάνα μ’ αν κρεμαστείς εσύ, κρεμιέται όλος ο κόσμος.
Πάρ’το μάνα μου υπομονή, να πάρ’ όλος ο κόσμος.
Άντε μάνα μου στο καλό και διάφορο δεν έχεις,
μόν’ το μεγάλο Σάββατο κάτσε να μ’ απαντέχεις […].
Φωνή στην Παναγία έδωσαν το 1978 σε αυτή τη στουντιακή εκτέλεση του θρήνου της οι: Δόμνα Σαμίου, Θεοπούλα και Μόρφω Δοϊτσίδη, Ελένη Μπαϊρακτάρη-Κουταλακίδου και Θάλεια Σπανού. Πρόκειται για μια καταγραφή από το Μπαϊντίρι, τη μικρότερη από τις τρεις πολιτείες στη μεγάλη κοιλάδα ανατολικά της Σμύρνης.
Όπως αναφέρει η Μιράντα Τερζοπούλου (1998), το ευρύτατα διαδεδομένο σ’ όλο τον ελληνικό χώρο μοιρολόι (ή καταλόι) της Παναγιάς είναι ένα μεσαιωνικό μακροσκελές ομοιοκατάληκτο στιχούργημα λόγιας προέλευσης, αλλά εντυπωσιακά πλατιάς λαϊκής αποδοχής. Επηρεασμένο από τις σχετικές περικοπές των Ευαγγελίων και την υμνογραφία της Εκκλησίας, αποτελεί έναν ανθρωποκεντρικό αφηγηματικό θρήνο για τη μαρτυρική πορεία του Χριστού προς τον σταυρικό θάνατό του, ιδωμένη μέσα από τα μάτια και τα συναισθήματα της τραγικής του μάνας.
Τραγουδισμένο από τις γυναίκες γύρω από τον «τάφο» τον Χριστού, κατά το ήθος και το ύφος των οικείων τους κοσμικών μοιρολογιών, εκφράζει τη συμπόνια, την ταύτισή τους με τη μητρική, ανθρώπινη πλευρά της Παναγιάς.
Ωστόσο ο τρόπος της τελετουργικής του επιτέλεσης αποκαλύπτει τις προχριστιανικές ρίζες του εθίμου.
Αν και υπάρχουν κατά τόπους διαφορές σε επιμέρους στοιχεία του τραγουδιού ή στη μελωδική του εκφορά, η δομή και η φόρμα του μοιρολογιού καθώς και η λειτουργία του παρουσιάζουν εντυπωσιακές ομοιότητες από την Κάτω Ιταλία μέχρι τον Πόντο και την Κύπρο.
Η συνέχεια της αφηγηματικής ροής, όπως προκύπτει μέσα από την αλληλοδιαδοχή των αποσπασμάτων διαφορετικής προέλευσης που αποτολμήσαμε, το κάνει εμφανές.