Στη γιορτή του Αγίου Νικολάου, η μνήμη της Αρτάκης αποκτά μια ιδιαίτερη φόρτιση. Γιατί ο Άγιος δεν ήταν απλώς ο προστάτης των θαλασσινών∙ ήταν η καρδιά της πόλης. Εκεί, στη δυτική παραλία, στεκόταν ο μητροπολιτικός της ναός – το επίκεντρο της πνευματικής ζωής μιας κοινότητας που έζησε, αγάπησε και πίστεψε βαθιά. Και ίσως ένας από τους ομορφότερους ναούς της Μικράς Ασίας.
Η Αρτάκη υπήρξε για αιώνες η έδρα της Μητρόπολης Κυζίκου. Ο μητροπολίτης της έφερε έναν από τους πιο τιμητικούς τίτλους του Οικουμενικού Πατριαρχείου: «μητροπολίτης Κυζίκου, υπέρτιμος και έξαρχος παντός Ελλησπόντου». Δεν ήταν τυχαίο∙ η μητρόπολη καταλάμβανε την πέμπτη θέση στην ιεραρχία των μητροπόλεων του Θρόνου — και στο συνταγμάτιο του 1905 ανέβηκε ακόμη ψηλότερα, στην τέταρτη.
Η Αρτάκη, μικρή αλλά σημαντική, κουβαλούσε τη βαρύτητα μιας ολόκληρης εκκλησιαστικής ιστορίας.
Η πόλη είχε δύο ναούς. Τον παλαιό ναό των Αγίων Θεοδώρων στο κέντρο της και τον μεγαλόπρεπο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου δίπλα στη θάλασσα.
Ο μητροπολιτικός ναός είχε χτιστεί πάνω στα ερείπια του ναού της Θεοτόκου και, όπως όλα δείχνουν, γεννήθηκε μέσα από μια συλλογική απόφαση μετά από μια καταστροφική πυρκαγιά πριν από το 1800. Τότε, οι δύο παλιοί ναοί –του Αγίου Νικολάου και της Θεοτόκου– χάθηκαν στις φλόγες. Οι κάτοικοι αποφάσισαν να φτιάξουν έναν ενιαίο, δυνατότερο ναό.
Και επειδή οι ενορίτες ήταν ναυτικοί, έμποροι, εύποροι και σημαίνοντα μέλη της κοινωνίας, κατάφεραν να δοθεί στο νέο έργο το όνομα του προστάτη των θαλασσών.

Όμως η Αρτάκη γνώρισε ξανά τη δοκιμασία της φωτιάς. Το 1854 μια νέα πυρκαγιά κατέστρεψε τον μητροπολιτικό ναό και το παλαιό κτήριο της μητρόπολης. Δεν έμειναν όμως με τα ερείπια. Με πρωτοβουλία του τότε μητροπολίτη Κυζίκου –του μετέπειτα πατριάρχη Ιωακείμ Β΄– ο ναός ανοικοδομήθηκε το 1857, ακόμη πιο επιβλητικός.
Στον ίδιο χώρο χτίστηκε και το νέο μητροπολιτικό μέγαρο, που ολοκληρώθηκε το 1909 επί μητροπολίτη Κωνσταντίνου Αλεξανδρίδη.
Και όμως, οι φλόγες επανήλθαν. Τον Αύγουστο του 1917 μια μεγάλη πυρκαγιά σάρωσε ξανά το ναό και το μέγαρο, πλήττοντας την καρδιά της πνευματικής ζωής της πόλης. Οι κάτοικοι είδαν να χάνεται μέσα σε λίγες ώρες η δουλειά δεκαετιών – και μαζί της ένα κομμάτι της ψυχής τους.

Σήμερα, στη γιορτή του Αγίου Νικολάου, η Αρτάκη –έστω κι αν πια δεν κατοικείται από τους ανθρώπους που τη σημάδεψαν– ζει στα ίχνη αυτών των εκκλησιών, στις ιστορίες για μητροπολίτες και θαλασσινούς, στις μνήμες όσων μεγάλωσαν με τις φωτογραφίες της παλιάς προκυμαίας. Είναι μια πόλη που αγάπησε τον Άγιο της τόσο, ώστε να τον σηκώσει ξανά και ξανά από τις στάχτες.
Και ίσως γι’ αυτό, ακόμη και σήμερα, η μνήμη της καίει σαν κερί που δεν λέει να σβήσει.
















