«Σχετικά καλή» βαθμολογία με δύο ισχυρές παρατηρήσεις καταγράφει η Ελλάδα στην έβδομη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας που δημοσίευσε σήμερα η Κομισιόν. Ωστόσο, η Επιτροπή δίνει «κίτρινη κάρτα» για την αύξηση των εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης και για τις καθυστερήσεις στη μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου.
Οι ελληνικές Αρχές έχουν δεσμευθεί για επικαιροποίηση των στόχων στο τέλος Οκτωβρίου, ενώ τον Ιούνιο οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του δημοσίου ανέρχονταν σε 1,5 δισ. ευρώ.
Το ποσό των ληξιπρόθεσμων είναι υψηλότερο κατά 667 εκατ. ευρώ σε σχέση με τη δέσμευση της κυβέρνησης, που περιλαμβάνει και την κατάρτιση ενός συγκεκριμένου οδικού χάρτη για τον μηδενισμό αυτών των χρεών.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των θεσμών, το 2020 θα κλείσει με πρωτογενές έλλειμμα στο 5,8% του ΑΕΠ (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι δαπάνες για τα αναδρομικά που επικύρωσε το ΣτΕ), και ύφεση 9% υπό την παραδοχή πως η ισχύς των περιοριστικών μέτρων για τον κορονοϊό θα είναι φθίνουσα σε σχέση με την πρώτη φάση της πανδημίας. Η ανεργία εκτιμάται κοντά στο 20%.
Επίσης, η επαναφορά του ΑΕΠ στα επίπεδα του 2019 δεν αναμένεται πριν από το 2022. Το 2021, πάντως, ο πήχης της ανάπτυξης τοποθετείται στο 6% με τα κατάλοιπα της πανδημίας να είναι σημαντικά.
Στην έκθεση της Κομισιόν επισημαίνεται ότι ο βαθμός αβεβαιότητας των προβλέψεων είναι ισχυρός λόγω κορονοϊού, καθώς εκτός από την πανδημία, η ελληνική οικονομία πιέζεται παράλληλα από το Προσφυγικό/Μεταναστευτικό και τις γεωπολιτικές εντάσεις.
Ακόμα, σημειώνονται καθυστερήσεις στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, μεταξύ των οποίων και η ευθυγράμμιση των αντικειμενικών αξιών ακινήτων με τις εμπορικές. Η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση σχεδιαζόταν για το 2020, αλλά έμεινε στα χαρτιά λόγω πανδημίας, και πλέον έχει ορίζοντα έναρξης υλοποίησης έως τα μέσα του 2021.