Πουγαλία, πουγαλίος, πουγαλμονή, πουγάλεμαν και πουγκάλεμα. Παράγωγα του ρήματος πουγαλεύω, όπως μας παραδίδει ο Άνθιμος Παπαδόπουλος στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, που θα πει «στενοχωρώ κάποιον», ή «καταπονούμαι, στενοχωριέμαι» (επουγαλεύτα ας σα πολλά τα δουλείας) και «βαριέμαι κάποιον» (επουγαλεύτα ’τον).
Ταλαιπωρία λοιπόν ή βάσανο είναι η πουγαλία, ενώ όποιος ζει πουγαλεμένα, έχει οικονομικές δυσκολίες.
Υπάρχει και ο τύπος πουγαλτουρεύω, που σημαίνει «στενοχωρώ κάποιον υπερβολικά».
- Βρείτε, μάθετε και διαδώστε την έννοια ακόμα περισσότερων ποντιακών λέξεων και φράσεων στο λεξικό του pontos-news.gr.