Η άγρια τριανταφυλλιά (Rosa canina L., οικ. Rosaceae), ένα θαμνώδες είδος που προτιμά τις ρεματιές –το κυνόρροδον του Θεόφραστου (Φυτ. Ιστ. 4,4,8)– ήταν φυτό σύνηθες στον Πόντο. Στην Τρίπολη ήταν γνωστή με το όνομα μασούρα, ενώ σε άλλες περιοχές ως άγρον τραντάφυλλον ή μασουρίτσα, από την ομοιότητα του καρπού προς το μασούρι (κουβάρι).
Ακόμα ήταν γνωστή και με το όνομα σταυράχαντον, γιατί από τα άνθη της κατασκευάζουν σταυρούς και στεφάνια για τους νυμφευόμενους.
Την Πρωτομαγιά έκοβαν από θάμνους μασούρας «θελκόν βίτσαν» (θηλυκιά βέργα, δηλαδή κλαδί χωρίς αγκάθια) και την κρεμούσαν ψηλά στην εξώπορτα της μάντρας για να γεννήσουν τα ζώα θηλυκά. Για τον ίδιο λόγο, την ημέρα αυτήν, κρατώντας κλαδί από μασούρα έβγαζαν από το μαντρί τις αγελάδες και τις δαμαλίδες, όπως και τα αιγοπρόβατα, και χτυπώντας τα ελαφρά τα οδηγούσαν στη βοσκή, ευχόμενοι: «Με το καλόν να πας και με το καλόν να κλώσκεσαι (να επιστρέψεις)», για να έχουν πολλά νέα ζώα.
Στα μέρη του Καρς, στην Αργυρούπολη και αλλού, όταν στις αρχές Νοεμβρίου έσμιγαν τα κριάρια με τα πρόβατα, χτύπαγαν με αγκαθωτά κλαδιά μασούρας τα ζώα για να γεννήσουν αρσενικά, εφόσον ήθελαν αρνιά για το εμπόριο, και με μη αγκαθωτά κλωνάρια, αν ήθελαν να γεννηθούν πολλά θηλυκά για να αυξηθεί το κοπάδι τους.
Οι καρποί της μασούρας (φωτ.: pixabay.com)
Επίσης, όταν σε ένα σπίτι υπήρχε μολυσματική αρρώστια, κρεμούσαν στην εξώπορτα ένα κλωνάρι μασούρας ώστε όσοι επισκέπτες περνούσαν κάτω από το κλαδί, για να μπουν μέσα, να αποκτήσουν ανοσία.
- Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία.