Με είκοσι μονάδες διαφορά έχασε το δημοψήφισμα ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι, ο οποίος δήλωσε πως σήμερα θα παραιτηθεί. Τυπικά, το δημοψήφισμα έγινε για την επικύρωση συνταγματικών αλλαγών που, κατά τον Ρέντσι, θα βοηθούσαν την Ιταλία να μην αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα όταν περνά πολιτική κρίση. Αλλά κανείς αναλυτής δεν συνδέει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος με το θέμα αυτό.
Όλοι ερμηνεύουν τη βούληση του ιταλικού λαού, όπως εκδηλώθηκε χθες, ως αντίδραση στην ανεργία, την αβεβαιότητα, την εξαθλίωση, την πολιτική για το Προσφυγικό· ως μια αντισυστημική ψήφο. Όπως και στη Βρετανία, τις ΗΠΑ, στις εσωκομματικές της γαλλικής Δεξιάς, στην άνοδο της ριζοσπαστικής Δεξιάς στην Ευρώπη…
Οι Ιταλοί σχολιαστές στα μεγαλύτερα ΜΜΕ επικρίνουν τον Ρέντσι γιατί προσέφυγε στο δημοψήφισμα ενώ είναι γνωστό πως κανένα κόμμα και καμιά άποψη δεν μπορεί να συγκεντρώσει σήμερα πάνω από 40% των ψηφοφόρων.
Το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα δεν διέρχεται μόνο μια βαθιά οικονομική κρίση, αποτέλεσμα των τεράστιων αλλαγών που προκαλεί η τεχνολογία, αλλά και μια θεσμική κρίση. Υπάρχει γενικώς μια αντιστοιχία οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία με τους θεσμούς που έχει σήμερα αντιστοιχούσε στη βιομηχανική εκδοχή του καπιταλισμού. Η σημερινή κυριαρχία του χρηματοοικονομικού συστήματος απαιτεί άλλες μορφές πολιτειακής συγκρότησης.
Τα δημοψηφίσματα, με τις δυνατότητες που παρέχει σήμερα η τεχνολογία, είναι μέρος αυτής της νέας οργάνωσης.
Η άποψη ότι είναι επικίνδυνα δημιουργεί πρόβλημα στην πολιτική νομιμοποίηση των κυβερνήσεων και επαυξάνει τη δυσαρέσκεια και την αίσθηση αδιεξόδου της κοινής γνώμης.
Το 60% των Ιταλών ψηφοφόρων στις χθεσινές εκλογές δεν είναι ένα ομοιογενές σώμα, όπως επιχειρεί να καταγράψει η ιταλική εφημερίδα Manifesto, η οποία του δίνει κοινά πολιτικά χαρακτηριστικά. Είναι πολύ αμφίβολο αν τα έχει. Οι ψηφοφόροι του «Όχι» προέρχονται από όλο το φάσμα του πολιτικού συστήματος.
Η ίδια ιταλική εφημερίδα, που εκφράζει την ριζοσπαστική Αριστερά, ξεκινάει το κύριο άρθρο της με τη φράση: «Σύμφωνα με τον Μπερλουσκόνι, ο Ρέντσι θα είναι έτοιμος για το νησί των φημισμένων» και στον κύριο τίτλο τον αποχαιρετά με τον τίτλο: «Bello ciao» (γεια σου, ωραίε). Προσωποποιεί ένα ζήτημα που είναι βαθιά πολιτικό.
Τις επόμενες ημέρες θα γίνει αναλυτικότερη προσέγγιση του πώς ψήφισαν διάφορα διαμερίσματα της χώρας και θα εξαχθούν πιο ακριβή συμπεράσματα. Αλλά προς το παρόν, η εκτίμηση παραδοσιακών μετριοπαθών εφημερίδων όπως η Repubblica, είναι πως η χώρα βρίσκεται σε αδιέξοδο και θα πρέπει η μεταβατική κυβέρνηση να φροντίσει κυρίως τις τράπεζες και την οικονομία. Γιατί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, αν υποστούν ζημιά οι τράπεζες δεν θα την πληρώσουν οι ίδιες αλλά όλοι οι Ιταλοί.
Η αίσθηση που επικρατεί είναι πως δεν υπάρχει πολιτικός φορέας σήμερα να αναλάβει τις τύχες της χώρας.
Γίνεται επίσης κριτική στην κίνηση των 5 αστέρων του Μπέπε Γκρίλο, στη βάση ότι δεν έχει διαχειριστική εμπειρία και όπου κλήθηκε να ασκήσει πολιτική, όπως στο Δήμο της Ρώμης, το αποτέλεσμα δεν είναι ικανοποιητικό. Για την περίπτωση, δε, του Τορίνου, αναφέρεται χαρακτηριστικά πως είναι μια πόλη που μπορεί να διοικηθεί μόνη της. (Οι δύο πόλεις Ρώμη και Τορίνο έχουν δημάρχους προερχόμενους από το Κόμμα των 5 αστέρων).
Ο Μπέπε Γκρίλο ψηφίζων… (φωτ.: EPA / Luca Zennaro)
Το κόμμα του Μπερλουσκόνι βρίσκεται σε ύφεση ενώ εκεί που δίνεται έμφαση είναι στην αριστερή εσωκομματική τάση του Δημοκρατικού Κόμματος (του κόμματος από το οποίο προέρχεται ο Ρέντσι), που σύμφωνα με ιταλικά σχόλια δεν ψήφισε υπέρ του «Ναι» όπως πρότεινε ο ηγέτης του κόμματος, αλλά προτίμησε το «Όχι» για να αναλάβει την ηγεσία.
Φαίνεται πως η ευρωπαϊκή Αριστερά και οι αριστερές τάσεις στους κεντροαριστερούς ευρωπαϊκούς σχηματισμούς θεωρούν πως μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα τη μεταβατική φάση από τη βιομηχανική στην τεχνολογική επανάσταση, μια επανάσταση που όπως έγραψε σε άρθρο του ο διαπρεπής φυσικός Στίβεν Χόκινγκ, θα αφήσει στο περιθώριο πολύ μεγάλο μέρος του εργαζόμενου πληθυσμού.
Όπως μας δόθηκε η δυνατότητα να επισημάνουμε σε προηγούμενο σχόλιό μας, η ιντερνετική διασύνδεση των πραγμάτων μεταξύ τους και όλων μαζί με μια κεντρική τεχνητή νοημοσύνη, το μόνο περιθώριο εργασίας που θα αφήνει θα είναι για τους υψηλής εξειδίκευσης επιστήμονες. Και αυτά θα τα αισθανθούμε μέσα στην επόμενη πενταετία.
Αυτές τις δραματικές αλλαγές, η Αριστερά στην Ευρώπη θεωρεί ακόμη πως μπορεί να τις αντιμετωπίσει με τα παλαιά μαρξιστικά εργαλεία, έστω και αν τα εκσυγχρόνισε με τις ευρωκομμουνιστικές πινελιές της.
Η Ιταλία είναι ακόμα μια χώρα που εκτός από οικονομική διέρχεται και πολιτική κρίση. Στη χρονιά που έρχεται, τόσο στη Γαλλία όσο και στη Γερμανία θα υπάρξουν μηνύματα πως το ευρωπαϊκό μοντέλο που οικοδομήθηκε με πολλούς κόπους δεν ανταποκρίνεται σήμερα στις προσδοκίες των λαών. Η προσέγγιση της Ευρώπης στη βάση των αντιλήψεων του Σόιμπλε είναι αναχρονιστική.
Η ευρωπαϊκή ελίτ αλλά και οι Ευρωπαίοι πολίτες είναι ώρα να προβληματιστούμε τι θέλουμε και πώς μπορούμε να το πετύχουμε.
Υπάρχει μια καθυστέρηση στις αναγκαίες αλλαγές σε σχέση με τις μεταβολές που επιφέρει η τεχνολογία. Και όποιος αδρανεί σε τέτοια φαινόμενα, υφίσταται τις συνέπειες. Το σημείο που βρισκόμαστε είναι πολύ κρίσιμο. Κανείς δεν μπορεί να επιχαίρει και να έχει την ψευδαίσθηση ότι κέρδισε. Κέρδισε τι;